-
1 ἑτερ-ωνυμέω
ἑτερ-ωνυμέω, anders benannt sein, Nic. arithm.
-
2 ἑτερ-ωνυμία
ἑτερ-ωνυμία, ἡ, ein anderer Name, verschiedene Benennung, Eust.
-
3 ἑτερ-όφθαλμος
ἑτερ-όφθαλμος, 1) mit Augen von verschiedener Farbe, Sp. von Pferden. – 2) der nur ein gesundes Auge hat, theils einäugig, auf einem Auge blind, od des einen Auges beraubt, Dem. 24, 141, theils mit einem Fehler an dem einen Auge, schielend, Sp Uebertr., Leptines bei Arist. rhet. 3, 10 μὴ ποιήσητε ἑτ. τὴν Ἑλλάδα, das eine Auge, Athen, vernichtend.
-
4 ἑτερ-αχθέω
ἑτερ-αχθέω, nach einer Seite hin lasten, B. A. 38.
-
5 ἑτερ-αχθής
ἑτερ-αχθής, ές, nach einer Seite hin lastend, Sp.
-
6 ἑτερ-εγ-κεφαλάω
ἑτερ-εγ-κεφαλάω, auf einer Seite des Gehirns leiden, d. i. halb verrückt sein, Ar. bei Poll. 2, 42. Bei B. A. 37 ἑτερεγκεφαλεῖν.
-
7 ἑτερ-ειδής
ἑτερ-ειδής, ές, = ἑτεροειδής, Nic. Al. 84.
-
8 ἑτερ-αλκής
ἑτερ-αλκής, ές, auf eine von beiden Seiten Kraft u. Sieg legend, Δαναοῖσι μάχης ἑτεραλκέα νίκην δοῠναι, den Danaern Sieg, der sich entschieden auf ihre Seite neigt, Il. 7, 26; so νίκη ἑτ., entschiedener Sieg, 8, 171. 17, 627 Od. 22, 236; von sp. D., wie Opp. C. 2, 71 Nonn. 17, 225 nachgeahmt; ähnl. μάχη, Her. 9, 103; in sp. Prosa, Luc. Philop. 8; δῆμος ἑτ., der den Ausschlag gebende, die Schlacht entscheidende Volkshaufe, Il. 15, 738; so Ἄρης Aesch. Pers. 913. – Bei Nonn. D. 18, 119, σκαίροντα ποδῶν ἑτεραλκέϊ ταρσῷ, hinkend, mit einem starken Fuße. – Adv., ἑτεραλκέως ἀγωνίζεσϑαι Her. 8, 11, mit unentschiedenem Erfolge kämpfen, so daß sich der Sieg bald auf die eine, bald auf die andere Seite neigt.
-
9 ἑτερ-ουσιότης
ἑτερ-ουσιότης, ητος, ἡ, das verschiedene Wesen, K. S.
-
10 ἑτερ-ουίς
ἑτερ-ουίς, ίδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Hesych. erkl. τρυβλίον καινόν.
-
11 ἑτερ-οφθαλμία
ἑτερ-οφθαλμία, ἡ, Verschiedenheit der Augen hinsichtlich der Farbe, Sp.
-
12 ἑτερ-ούσιος
ἑτερ-ούσιος, von anderm, verschiedenem Wesen, neben ἀλλότριος Porphyr. Stob. fl. 1, 88; im Ggstz von ὁμοούσιος K. S.
-
13 ἑτερ-ημερία
ἑτερ-ημερία, ἡ, das Leben einen Tag um den andern, Philo, l. d.
-
14 ἑτερ-άριθμος
ἑτερ-άριθμος, von verschiedenem Numerus, Sp.
-
15 ἑτερ-ήρης
ἑτερ-ήρης, ες, = ἀμφίβολος, Sp.
-
16 ἑτερ-ήμερος
ἑτερ-ήμερος, einen Tag um den andern, z. B. wie Castor u. Pollux, ζώουσ' ἑτερήμεροι Od. 11, 303; vom Wechselfieber, Orph. Lith. 17, 1.
-
17 ἑτερ-ώνυμος
ἑτερ-ώνυμος, mit einem andern Namen, andersnamig, von der Zahl, Nicom. arithm. 1, 11. 3, 7 u. Gramm., auch im adv.
-
18 ἑτέρ-ουας
-
19 ἑτεραλκής
ἑτερ-αλκής, ές, auf eine von beiden Seiten Kraft u. Sieg legend, Δαναοῖσι μάχης ἑτεραλκέα νίκην δοῠναι, den Danaern Sieg, der sich entschieden auf ihre Seite neigt; so νίκη ἑτ., entschiedener Sieg; δῆμος ἑτ., der den Ausschlag gebende, die Schlacht entscheidende Volkshaufe; σκαίροντα ποδῶν ἑτεραλκέϊ ταρσῷ, hinkend, mit einem starken Fuße. Adv., ἑτεραλκέως ἀγωνίζεσϑαι, mit unentschiedenem Erfolge kämpfen, so daß sich der Sieg bald auf die eine, bald auf die andere Seite neigt -
20 ἑτεράριθμος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἕτερ' — ἕτερα , ἕτερος D Mort. neut nom/voc/acc pl ἕτερε , ἕτερος D Mort. masc voc sg ἕτεραι , ἕτερος D Mort. fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλήθωρος — η, ο (Μ ἀλλήθωρος) αυτός που βλέπει όχι ευθύγραμμα αλλά λοξά, αυτός που έχει στραβισμό, στραβόθωρος, γκαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. άλλη θωριά. Κατ άλλη άποψη ο τ. αλλήθωρος < αλλόθωρος (< άλλος + θωρώ), κατ’ απόδοση τού αρχ. επιθ. ἑτερ όφθαλμος … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
ετέροικος — η, ο (για μύκητες) αυτός που διανύει ή εκδηλώνει τα διάφορα στάδια τής ζωής του σε διαφορετικούς τόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heteroicous < heter , πρβλ. ετερ(ο) * + oicous, πρβλ. οίκος)] … Dictionary of Greek
ετεροίος — ἑτεροῑος, οία, ον (ΑΜ) (Α και επικ. τύπος ἑτεροίϊος, ηΐη, ον) μσν. διαφοροποιημένος («ἑτεροῑος κόσμος», Δαμασκ.) αρχ. 1. αυτός που είναι διαφορετικής φύσεως ή είδους 2. ασυνήθιστος, παράδοξος 3. διαφορετικός απ αυτό που έπρεπε να είναι. επίρρ...… … Dictionary of Greek
ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… … Dictionary of Greek
ισώνυμος — ἰσώνυμος, ον (Α) αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, φερώνυμος, ομώνυμος («καλεῑν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος», Πίνδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * ώνυμος (< ὄνυμα αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος, ομ ώνυμος] … Dictionary of Greek
κακώνυμος — η, ο (Α κακώνυμος, ον) αυτός που έχει κακό όνομα, κακή φήμη, δυσώνυμος, δυσφημισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος, ψευδ ώνυμος] … Dictionary of Greek
κερεαλκής — κερεαλκής, ές (Α) αυτός που έχει δυνατά κέρατα («ταῡρος κερεαλκής», Απόλλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + αλκής (< αλκή), πρβλ. ετερ αλκής, παν αλκής] … Dictionary of Greek
μειώνυμος — μειώνυμος, ον (Α) (για κλάσμα) αυτό που έχει μικρότερο παρονομαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
μυριώνυμος — μυριώνυμος, ον (Α) αυτός που έχει μύρια ονόματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek