-
21 веста
астр. η Εστία (πλανήτης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > веста
-
22 горн
1. (печь) το καμίνι, η κάμινος, η εστία 2. (нижняя часть доменной печи) το χωνευτήριο (της υψικαμίνου) 3. муз. το κόρνο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горн
-
23 камин
η εστία, το τζάκι водоохлажда-емый - υδρόψυκτη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > камин
-
24 конфорка
(кухонной плиты) η εστία (θερμότητας), разг. το μάτι (της κουζίνας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > конфорка
-
25 под
(печи) η εστία της καμίνου ή κλιβάνου, η πυροστιά, η εσχάρα, ο πυθμέναςзаправлять - мет. γεμίζω/φορτώνω την -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > под
-
26 рассадник
1. (для растений) το φυτώριο 2. (для животных) το ζωοτροφείο 3. (напр. болезни) η εστία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рассадник
-
27 ворота
воротамн.1. ἡ πύλη, ἡ ἐξώπορτα, ἡ αὐλόπορτα:шлюзные \ворота ἡ ὑδροφρακτική θύρα· триумфальные \ворота ἡ θριαμβευτική ἀψίδα·2. спорт. ἡ ἐστία, τό τέρμα:удар Β \ворота τό σουτ στό τέρμα. -
28 дом
домм1. (здание) τό σπίτι, ἡ οίκία, τό κτίριο[ν]:жило́й \дом ἡ κατοικία· многоквартирный \дом ἡ πολυκατοικία· многоэтажный \дом τό πολυόροφο σπίτι·2. (жилье, квартира) ἡ κατοικία, τό σπίτι, τό διαμέρισμα:и́з \дому ἀπό τό σπίτι· доставка на \дом ἡ διανομή κατ' οίκον3. (семья, хозяйство) τό σπίτι, τό σπιτικό, ἡ ἐστία, ἡ οἰκογένεια, ἡ φαμιλιά:хозяин \дома ὁ οίκοδεσπότης, ὁ νοικοκύρης τοδ σπιτιού· хлопотать по \дому ἀσχολούμαι με τό νοικοκυριό·4. (клуб) τό σπίτι, ἡ στέγη, ὁ οίκος:\дом ученых ὁ οίκος τοῦ ἐπιστήμονα· \дом культуры τό σπίτι τοῦ πολιτισμοὔ \дом пионеров τό σπίτι τῶν πιονιέρων· \дом отдыха τό σπίτι ἀνάπαυσης· Родильный \дом τό μαιευτήριο· детский \дом τό παιδικό ἀσυλο, τό ὀρφανοτροφείο[ν]· (заведение, предприятие) уст.:торговый \дом ὁ ἐμπορικός οίκος· \дом умалишенных τό φρενοκομείο, τό ψυχιατρείο· исправительный \дом τό σωφρονιστήριο·6. (династия) ὁ βασιλικός οίκος· ◊ ночлежный \дом τό πανδοχείο, τό νυκτερινό ἄσυλο· публичный \дом τό χαμαιτυπεῖο, τό πορνείο· работать на \дому́ ἐργάζομαι στό σπίτι· разойтись по \дома́м πηγαίνετε στά σπίτια σας· вне \дома ἔξωἀπό τό σπίτι. -
29 камин
каминм τό τζάκι, ἡ ἐστία. -
30 пепелище
пепелищес1. τό μέρος τής πυρκαϊας·2. уст.:родное \пепелище ἡ ἐστία. -
31 плита
плитаж1. (каменная, металлическая) ἡ πλακά, ἡ πλάξ:моги́льная \плита ἡ ἐπιτύμβια πλάκα, ἡ πλακά τοῦ τάφου· выложить плитами πλακοστρώνω·2. (кухонная) ἡ μαγειρική ἐστία, ὁ φούρνος τῆς κουζίνας:газовая \плита ἡ κουζίνα φωταερίου, τό γκάζι. -
32 рассадник
рассадникм1. τό φυτώριο[ν], ἡ φυ-τίστρα·2. (источник чего-л.) τό φυτώριο ν / ἡ ἐστία (зла, заразы и т. п.). -
33 средоточие
средоточиес τό κέντρο[ν], ἡ ἐστία συγκεντρώσεως. -
34 топка
топкаж1. (действие) ἡ θέρμανση [-ις]·2. (часть печи и т. п.) τό τζάκι, ἡ ἐστία, ὁ φοῦρνος. -
35 точка
точк||а I ж ἡ τελεία, ἡ στιγμή (тж. муз.)/ фиэ., мех., мат тж. перен τό σημείο[ν]:\точка с запятой ἡ ἄνω τελεία· \точка кипения (замерзания) τό σημείο βρασμοδ (πήξεως)· \точка опоры τό σημείο στήριξης, τό στήριγμα· исходная \точка ἡ ἀφετηρίά са́мая высокая \точка хребта τό ὑψηλότερο σημείο βουνοδ· ◊ \точка зрения ἡ ἄποψη [-ις]· попасть в (самую) \точкау βρίσκω τόν στόχο· вода́ достигла самой высокой \точкаи ἡ στάθμη той νεροῦ ἀνήλθε στό ἀνώτατο σημείο· дойти до \точкаи φθάνω στό κατακόρυφο, φτάνω στά ἔσχατα· сдвинуть дело с мертвой \точкаи κινώ (или προωθώ) μιά δουλειά· \точка в \точкау ἀκριβώς· ставить \точкау над «и» μιλώ ξεκάθαρα, ἀκριβολογώ, λέγω τήν κυριολεξία· огневая \точка воен. ἡ ἐστία πυρός.точка II ж (действие) τό ἀκόνισμα, τό τρόχισμα. -
36 фокус
фокус Iм физ., мед., перен ἡ ἐστία.фокус IIм1. (трюк) ἡ ταχυδακτυλουργία, τό τέχνασμα, τό κόλπο, τό τρυκ:показать \фокус ἐπιδεικνύω τρυκ, ἐπιδεικνύω ταχυδακτυλουργίες·2. (каприз) разг ἡ ἰδιοτροπία, τό καπρίτσιο:без \фокусов! δσε τά νάζια! -
37 dormitory
['do:mitri]plural - dormitories; noun1) (a room used for sleeping in, with many beds.) κοιτώνας2) ((American) a building with rooms for university students to live in.) φοιτητική εστία -
38 fireside
noun (a place beside a fireplace: The old man slept by the fireside; ( also adjective) a fireside chair.) παραστιά(οικογενειακή εστία) -
39 focus
['foukəs] 1. plurals - focuses, foci; noun1) (the point at which rays of light meet after passing through a lens.) εστία2) (a point to which light, a look, attention etc is directed: She was the focus of everyone's attention.) επίκεντρο2. verb1) (to adjust (a camera, binoculars etc) in order to get a clear picture: Remember to focus the camera / the picture before taking the photograph.) εστιάζω2) (to direct (attention etc) to one point: The accident focussed public attention on the danger.) συγκεντρώνω•- focal- in
- out of focus -
40 hearth
((the part of a room beside) the fireplace: She was cleaning the hearth.) τζάκι,παραγώνι,παραστιά,εστία
См. также в других словарях:
ἑστία — ἑστίᾱ , ἕστιος of the fem nom/voc/acc dual ἑστίᾱ , ἕστιος of the fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱ , ἑστία hearth of a house fem nom/voc/acc dual ἑστίᾱ , ἑστία hearth of a house fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱ , ἑστιάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστίᾳ — ἑστίᾱͅ , ἕστιος of the fem dat sg (attic doric aeolic) ἑστίαι , ἑστία hearth of a house fem nom/voc pl ἑστίᾱͅ , ἑστία hearth of a house fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εστία — εστία, η και στια, η 1. το μέρος του δωματίου όπου ανάβεται η φωτιά, η γωνιά, το τζάκι. 2. κατοικία, σπίτι, τόπος διαμονής: Πολλοί άνθρωποι διώχτηκαν από τις εστίες τους με τα πολεμικά γεγονότα. 3. μτφ., σημείο, τόπος όπου εκδηλώνεται κάτι απ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἑστία — Ἑστίᾱ , Ἑστία hearth of a house fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑστίᾳ — Ἑστίᾱͅ , Ἑστία hearth of a house fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… … Dictionary of Greek
ἑστιᾷ — ἑστιάω receive at one s hearth pres subj mp 2nd sg ἑστιάω receive at one s hearth pres ind mp 2nd sg (epic) ἑστιάω receive at one s hearth pres subj act 3rd sg ἑστιάω receive at one s hearth pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηπειρωτική Εστία — Τριμηναίο περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1950 στα Ιωάννινα από τους Μ. Μάνο και Δ. Κόκκινο. Το περιοδικό βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών … Dictionary of Greek
Νέα Εστία — Δεκαπενθήμερο λογοτεχνικό περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1927 από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, ο οποίος και διατέλεσε διευθυντής του ως το 1935. Από τότε διευθύνεται από τον Πέτρο Χάρη. Το περιοδικό δημοσιεύει λογοτεχνικές εργασίες και μελέτες σχετικές με την … Dictionary of Greek
ἑστίας — ἑστίᾱς , ἕστιος of the fem acc pl ἑστίᾱς , ἕστιος of the fem gen sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱς , ἑστία hearth of a house fem acc pl ἑστίᾱς , ἑστία hearth of a house fem gen sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱς , ἑστιάω receive at one s hearth… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιάσει — ἑστιά̱σει , ἑστίασις feasting fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἑστιά̱σεϊ , ἑστίασις feasting fem dat sg (epic) ἑστιά̱σει , ἑστίασις feasting fem dat sg (attic ionic) ἑστιά̱σει , ἑστιάω receive at one s hearth aor subj act 3rd sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)