Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἑστιάτωρ

См. также в других словарях:

  • ἑστιάτωρ — ἑστιά̱τωρ , ἑστιάτωρ one who gives a banquet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστιάτορ' — ἑστιά̱τορα , ἑστιάτωρ one who gives a banquet masc acc sg ἑστιά̱τορι , ἑστιάτωρ one who gives a banquet masc dat sg ἑστιά̱τορε , ἑστιάτωρ one who gives a banquet masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • раздробитель — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ἑστιάτωρ) угощающий, раздающий …   Словарь церковнославянского языка

  • εστιάτορας — ο (ΑΜ ἑστιάτωρ) [εστιώ] νεοελλ. ο ιδιοκτήτης εστιατορίου μσν. συνήθ. στον πληθ. οἱ ἑστιάτορες οι συνδαιτημόνες αρχ. 1. αυτός που παραθέτει γεύμα, που φιλεύει ή φιλοξενεί κάποιον, ο αμφιτρύωνας 2. συμποσιάρχης 3. ο καλεσμένος στην εστίαση, ο… …   Dictionary of Greek

  • εστιατορία — ἑστιατορία, ἡ (Α) [εστιάτωρ] 1. επιχορήγηση τροφής 2. δειπνητήριο 3. γιορτή με ευωχία …   Dictionary of Greek

  • εστιατόριο — το (ΑΜ ἑστιατόριον, Α και ἑστιατόρειον και ιων. ἱστιητόριον και ροδ. ἱστιατόριον) νεοελλ. 1. αίθουσα φαγητού, τραπεζαρία 2. ξενοδοχείο φαγητού, ρεστωράν, μαγειρείο, ταβέρνα αρχ. ο τόπος όπου γίνονται οι εστιάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το… …   Dictionary of Greek

  • ιστιάτωρ — ἱστιάτωρ, ὁ (Α) ιων. τ. εστιάτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. παράλλ. τ. τού ἑστιάτωρ*. Για την ερμηνεία τού ἱ βλ. λ. εστία] …   Dictionary of Greek

  • συνεστιάτωρ — ορος, ὁ, ΜΑ [ἑστιάτωρ] συνδαιτυμόνας, καλεσμένος στο ίδιο τραπέζι με κάποιον άλλον …   Dictionary of Greek

  • φιλεστιάτωρ — και φιλοεστιάτωρ ορος, ὁ, Α αυτός που αγαπά τις εστιάσεις, τα γεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἑστιάτωρ «αυτός που παραθέτει γεύμα»] …   Dictionary of Greek

  • ԿՈՉՆԱՏԷՐ — (տեառն, տէրք կամ տեարք, րց.) NBH 1 1116 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c գ. κεκληκώς, ἐστιάτωρ, τετιμηκώς invitator, convivator. Տէր կոչնոց. հրաւիրօղ ʼի սեղան իւր. տանտէր՝ ձենօղ, հրամցընօղ, մեծարօղ. ... *Ասէ եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՀԱՑՏՈՒ — (տուի, աց.) NBH 2 0071 Chronological Sequence: 6c, 8c գ. ՀԱՑՏՈՒ ἐστιάτωρ convivator. որ եւ ՀԱՑԱՏՈՒ. Տուօղ զհաց. որպէս աստուած կերակրիչ համայնից. եւ կոչնատէր, որ ʼի հաց կոչէ, կամ առնէ ընդունելութիւն սեղանոյ. *Մեծն եւ բազմապատիկ բնութեանն հացտու… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»