-
81 Ἱστίαι
-
82 Ιστίαν
-
83 Ἱστίαν
-
84 Ιστίας
-
85 Ἱστίας
-
86 Ιστίην
-
87 Ἱστίην
-
88 εστιαθή
-
89 ἑστιαθῇ
-
90 εστιαθήναι
-
91 ἑστιαθῆναι
-
92 εστιαθείσα
-
93 ἑστιαθεῖσα
-
94 εστιαθείσι
ἑστιᾱθεῖσι, ἑστιάωreceive at one's hearth: aor part pass masc /neut dat pl (attic doric) -
95 ἑστιαθεῖσι
ἑστιᾱθεῖσι, ἑστιάωreceive at one's hearth: aor part pass masc /neut dat pl (attic doric) -
96 εστιαθείης
-
97 ἑστιαθείης
-
98 εστιαθείς
-
99 ἑστιαθείς
-
100 εστιαθώμεν
См. также в других словарях:
ἑστία — ἑστίᾱ , ἕστιος of the fem nom/voc/acc dual ἑστίᾱ , ἕστιος of the fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱ , ἑστία hearth of a house fem nom/voc/acc dual ἑστίᾱ , ἑστία hearth of a house fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱ , ἑστιάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστίᾳ — ἑστίᾱͅ , ἕστιος of the fem dat sg (attic doric aeolic) ἑστίαι , ἑστία hearth of a house fem nom/voc pl ἑστίᾱͅ , ἑστία hearth of a house fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εστία — εστία, η και στια, η 1. το μέρος του δωματίου όπου ανάβεται η φωτιά, η γωνιά, το τζάκι. 2. κατοικία, σπίτι, τόπος διαμονής: Πολλοί άνθρωποι διώχτηκαν από τις εστίες τους με τα πολεμικά γεγονότα. 3. μτφ., σημείο, τόπος όπου εκδηλώνεται κάτι απ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἑστία — Ἑστίᾱ , Ἑστία hearth of a house fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑστίᾳ — Ἑστίᾱͅ , Ἑστία hearth of a house fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… … Dictionary of Greek
ἑστιᾷ — ἑστιάω receive at one s hearth pres subj mp 2nd sg ἑστιάω receive at one s hearth pres ind mp 2nd sg (epic) ἑστιάω receive at one s hearth pres subj act 3rd sg ἑστιάω receive at one s hearth pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηπειρωτική Εστία — Τριμηναίο περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1950 στα Ιωάννινα από τους Μ. Μάνο και Δ. Κόκκινο. Το περιοδικό βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών … Dictionary of Greek
Νέα Εστία — Δεκαπενθήμερο λογοτεχνικό περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1927 από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, ο οποίος και διατέλεσε διευθυντής του ως το 1935. Από τότε διευθύνεται από τον Πέτρο Χάρη. Το περιοδικό δημοσιεύει λογοτεχνικές εργασίες και μελέτες σχετικές με την … Dictionary of Greek
ἑστίας — ἑστίᾱς , ἕστιος of the fem acc pl ἑστίᾱς , ἕστιος of the fem gen sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱς , ἑστία hearth of a house fem acc pl ἑστίᾱς , ἑστία hearth of a house fem gen sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱς , ἑστιάω receive at one s hearth… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιάσει — ἑστιά̱σει , ἑστίασις feasting fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἑστιά̱σεϊ , ἑστίασις feasting fem dat sg (epic) ἑστιά̱σει , ἑστίασις feasting fem dat sg (attic ionic) ἑστιά̱σει , ἑστιάω receive at one s hearth aor subj act 3rd sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)