-
41 κυνοφόντις
κυνο-φόντις ἑορτή, ἡ, ein Fest in Argos, an welchem Hunde getötet wurden -
42 μελανείμων
μελαν-είμων, ον, schwarz gekleidet; ἑορτή, Trauerfest -
43 πανδήμιος,
παν-δήμιος, u. πάν-δημος, im ganzen Volke, öffentlich, ganz allgemein; ἦμαρ, ἑορτή, allgemeiner Festtag; ἄγρη, allgemeiner, reichlicher Fang -
44 πάνδημος
παν-δήμιος, u. πάν-δημος, im ganzen Volke, öffentlich, ganz allgemein; ἦμαρ, ἑορτή, allgemeiner Festtag; ἄγρη, allgemeiner, reichlicher Fang -
45 τετραετηρίς
τετρα-ετηρίς, ίδος, ἡ, sc. ἑορτή, ein vierjähriges, nur alle vier Jahre wiederkehrendes und gefeiertes Fest, wie die olympischen Spiele; übh. ein Zeitraum von vier Jahren -
46 τριᾱκονταετηρίς
τριᾱκοντα-ετηρίς, ἡ, sc. ἑορτή, ein dreißigjähriges, alle dreißig Jahre wiederkehrendes Fest -
47 τριετηρίς
τρι-ετηρίς, ίδος, ἡ, u. τρι-ετηρικός, ή, όν, gew. als subst., sc. ἑορτή, ein dreijähriges, alle drei Jahre wiederkehrendes Fest, bes. des Boscidon, der Hera, des Bacchus. Ein Zeitraum von drei Jahren, sc. περίοδος
См. также в других словарях:
ἑορτή — feast fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εορτή — και γιορτή, η (AM ἑορτή) 1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος 2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων 3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι 4. φρ.… … Dictionary of Greek
ἑορτῇ — ἑορτάζω keep festival fut ind mid 2nd sg (doric) ἑορτάζω keep festival fut ind act 3rd sg (doric) ἑορτή feast fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εορτή — η βλ. γιορτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αιγινητών, εορτή — Γιορτή που γινόταν κάθε χρόνο (επί 16 μέρες) στην Αίγινα, προς τιμήν του Ποσειδώνα. Όσοι μετείχαν σε αυτή έτρωγαν μαζί σιωπηλά, κατά οικογένειες, χωρίς ξένους ή δούλους (μονοφάγοι, κατά τον Πλούταρχο). Αυτό γινόταν επειδή οι συγγενείς των λίγων Α … Dictionary of Greek
Σώματος Κυρίου εορτή — (Festum corporis Domini). Μεγάλη γιορτή της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Την καθιέρωσε ο πάπας Ουρβανός ο Δ’, γεγονός που το επικύρωσε οριστικά ο πάπας Κλήμης ο E’ (1264). Ο πάπας Ιωάννης ο KB’ σύνδεσε τον εορτασμό αυτό με ακολουθία που έγραψε … Dictionary of Greek
ἑορτῆι — ἑορτῇ , ἑορτάζω keep festival fut ind mid 2nd sg (doric) ἑορτῇ , ἑορτάζω keep festival fut ind act 3rd sg (doric) ἑορτῇ , ἑορτή feast fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορταῖς — ἑορτή feast fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορταί — ἑορτή feast fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορτήν — ἑορτή feast fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρταί — ἑορτή feast fem nom/voc pl (ionic) ὁρτή feast fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)