-
1 Έλικ'
Ἕλικα, Ἕλιξmasc acc sgἝλικι, Ἕλιξmasc dat sgἝλικε, Ἕλιξmasc nom /voc /acc dualἝλικαι, Ἑλίκηfem nom /voc pl -
2 Ἕλικ'
Ἕλικα, Ἕλιξmasc acc sgἝλικι, Ἕλιξmasc dat sgἝλικε, Ἕλιξmasc nom /voc /acc dualἝλικαι, Ἑλίκηfem nom /voc pl -
3 έλικ'
ἕλικα, ἕλιξ 1twisted: masc /fem acc sgἕλικι, ἕλιξ 1twisted: masc /fem dat sgἕλικε, ἕλιξ 1twisted: masc /fem nom /voc /acc dualἕλικα, ἕλιξ 2anything which assumes a spiral shape: fem acc sgἕλικι, ἕλιξ 2anything which assumes a spiral shape: fem dat sgἕλικε, ἕλιξ 2anything which assumes a spiral shape: fem nom /voc /acc dualἕλικαι, ἑλίκηwinding: fem nom /voc pl -
4 ἕλικ'
ἕλικα, ἕλιξ 1twisted: masc /fem acc sgἕλικι, ἕλιξ 1twisted: masc /fem dat sgἕλικε, ἕλιξ 1twisted: masc /fem nom /voc /acc dualἕλικα, ἕλιξ 2anything which assumes a spiral shape: fem acc sgἕλικι, ἕλιξ 2anything which assumes a spiral shape: fem dat sgἕλικε, ἕλιξ 2anything which assumes a spiral shape: fem nom /voc /acc dualἕλικαι, ἑλίκηwinding: fem nom /voc pl -
5 ἑλίκωψ
A with rolling eyes, quick-glancing, as a mark of youth and spirits (not in Od.),ἑλίκωπες Ἀχαιοί Il.1.389
, al.; ἑλικῶπις κούρη ib.98; , cf. Sapph.Supp. 20a.5; παρθένοι, Ἀφροδίτη, Pi.Pae.2.99,P.6.1. -
6 ἑλικῶπις
ἑλικ-ῶπις, ιδος, and ἑλίκ-ωψ, ωπος (ϝέλιξ, ὤψ): quick-eyed, or, according to others, with arched eye-brows, Il. 1.98, 389.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἑλικῶπις
-
7 ἑλικάμπυξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλικάμπυξ
-
8 ἑλικάστερος
ἑλῐκ-άστερος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλικάστερος
-
9 ἑλικαυγής
ἑλῐκ-αυγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλικαυγής
-
10 ἑλίκη
-
11 ἑλικηδόν
ἑλῐκ-ηδόν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλικηδόν
-
12 ἑλικίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλικίας
-
13 ἑλικτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλικτήρ
-
14 ἑλικτήριον
A s.v. ἕλικας.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλικτήριον
-
15 ἑλικτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλικτικός
-
16 ἑλικτός
A rolled, twisted, wreathed,βοῦς κεράεσσιν ἑλικτάς h.Merc. 192
; δράκων S Tr.12, cf. Pae.Delph.19; codd. (lyr.);στέφανος Chaerem.7
;βόστρυχος Theodect.6.4
; κλῖμαξ ἑ. winding staircase, Callix.1; ἑ. κύτος a wheeled ark, E. Ion40; εἱλικτὸν κρούειν πόδα, of dancers (cf.ἑλίσσω 1.3
), Id.El. 180 (lyr.);σῦριγξ περὶ χεῖλος ἑλικτά Theoc.1.129
; ἑλικτά, of insects that can roll or double themselves up, Arist.PA 682b24, 692a2: [comp] Comp.ἑλικτότερος Hsch.
II metaph., tortuous, not straightforward,ἑλικτὰ κοὐδὲν ὑγιές E.Andr. 448
; obscure, Lyc.1466.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλικτός
-
17 ἑλικώδης
ἑλικ-ώδης, ες,A = ἑλικοειδής, Plu.2.648f, Nonn.D.1.370.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλικώδης
-
18 ἑλίκων
II a nine-stringed instrument, Aristid.Quint.3.3, Ptol.Harm.2.2. -
19 ἑλικωπός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλικωπός
-
20 ἑλικωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλικωτός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἕλικ' — Ἕλικα , Ἕλιξ masc acc sg Ἕλικι , Ἕλιξ masc dat sg Ἕλικε , Ἕλιξ masc nom/voc/acc dual Ἕλικαι , Ἑλίκη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕλικ' — ἕλικα , ἕλιξ 1 twisted masc/fem acc sg ἕλικι , ἕλιξ 1 twisted masc/fem dat sg ἕλικε , ἕλιξ 1 twisted masc/fem nom/voc/acc dual ἕλικα , ἕλιξ 2 anything which assumes a spiral shape fem acc sg ἕλικι , ἕλιξ 2 anything which assumes a spiral shape… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώπις — Α β συνθετικό πολλών θηλυκών ονομάτων τής Αρχαίας που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και δηλώνει αυτήν που έχει τα μάτια, την όψη, την έκφραση ή την εμφάνιση την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αὐλ ῶπις, βλοσυρ ῶπις, βο ῶπις … Dictionary of Greek
αμφιέλισσα — ἀμφιέλισσα (ενν. ναῡς) (Α) (επίθετο τής επικής διαλέκτου) 1. (πλοίο) κυρτό και από τις δύο πλευρές 2. ευκίνητο, γοργοτάξιδο (καράβι). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀμφι ελίκ ya < *ἀμφι έλιξ (πρβλ. τετρα έλιξ)] … Dictionary of Greek
εριώπης — ἐριώπης, ὁ, (θηλ. ἐριῶπις) (Α) αυτός που έχει μεγάλα, ωραία μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + ωπης (< *ωψ «οφθαλμός» που απαντά μόνο ως β’ συνθετικό πρβλ. ελίκ ωψ, μύ ωψ + κατάλ. ης)] … Dictionary of Greek
ισάστερος — ἰσάστερος, ον (Α) αυτός που μοιάζει με αστέρι, λαμπρός σαν αστέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + άστερος (< ἀστήρ), πρβλ. ελικ άστερος, επτ άστερος] … Dictionary of Greek
καλυκώπις — καλυκῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει πρόσωπο όμοιο με κάλυκα άνθους, δηλ. που έχει ρόδινη όψη, ροδοπρόσωπη, ανθηρή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + ῶπις (< ωψ, ωπος < *ὤψ, *ὠπός «όψη, πρόσωπο, μάτι»), πρβλ. ἑλικ ῶπις, ὑαλ ῶπις] … Dictionary of Greek
κεφαλωτός — (Cephalotus). Γένος δικoτυλήδονων εντομοφάγων φυτών. Περιλαμβάνει πολυετή, αειθαλή, ποώδη φυτά, με όρθιο και άφυλλο βλαστό. Τα φύλλα του είναι πράσινα και σχηματίζουν μικρούς ασκούς που περιέχουν πρωτεϊνολυτικό υγρό, το οποίο εξαιτίας του ζωηρού… … Dictionary of Greek
κεφαλύδρωψ — και κεφαλύδερος, ο υδροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ύδρ ωψ < θ. ὕδρ (τού ὕδωρ, πρβλ. ἄν υδρ ος) + ωψ (< ὄπωπα), πρβλ. ευρύ ωψ, ελίκ ωψ] … Dictionary of Greek
κνύζωψ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) λαχανικό που μοιάζει με σέλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κνύζα (II) + ωψ (< ὄπωπα), πρβλ. ελίκ ωψ, κύν ωψ] … Dictionary of Greek
κονδυλωτός — κονδυλωτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που μοιάζει με κόνδυλο, εξογκωμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κονδυλωτόν το εξόγκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδυλος + επίθημα ωτός (πρβλ. ελικ ωτός, θολ ωτός)] … Dictionary of Greek