-
1 Ελληνικη
-
2 ελληνική
η см. ελληνικά 1 -
3 Ἑλληνικῇ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἑλληνικῇ
-
4 αιρεσις
- εως ἥ1) взятие, овладение, захват, завоевание(Βαβυλῶνος Her.; τῆς πόλεως Thuc.)
2) свобода выбора, выбор(αἵ. καὴ κρίσις Isocr.; αἵρεσίν τινι διδόναι Her., προβάλλειν или προτιθέναι Plat.)
διακρῖναι τέν αἵρεσιν Her. — сделать выбор;οἷς αἵ. γεγένηται Thuc. — (те), у которых есть возможность выбирать;οὐκ ἔχει αἵρεσιν Plut. — нет свободы выбора3) выборы, избрание Thuc., Arst.4) избранные лицаἡ αἵ. τῆς ἐξ Ἀρείου πάγου βουλῆς Plat. — выборные от Ареопага
5) стремление, тяготение, влечение, склонность(τινος Plat. и πρός τινα Dem., Polyb.)
αἵ. Ἑλληνική Polyb. — ревностное изучение греческой словесности6) направление, школа, учение(τοῦ Περιπάτου αἵ. Polyb.)
αἱ τῆς φιλοσοφίας αἱρέσεις Sext. — философские школы7) секта(ἥ αἵ. τῶν Σαδδουκαίων NT.)
-
5 γηρυς
- υος ἥ1) звук, голос(οὐχ ὁμὸς θρόος οὐδ΄ ἴα γ. Hom.; στονόεσσα Soph.; Ὀρφεία Eur.; θεοῦ Plut.)
2) речь(γ. οὐχ Ἑλληνική Eur.)
-
6 ξυνταξις
- εως ἥ1) строй, устройство(τῆς πολιτείας Arst.)
2) воен. построение, строй, порядок3) организация Arst.σ. στρατιωτική Xen. — организация армии
4) отряд, войско(σ. Ἑλληνική Plut.)
5) сочетание, связь, система(ἥ σ. τῶν μερῶν Arst.)
6) сочинение, повествование, изложение Arst., Polyb., Diog.L.7) грам. конструкция, синтаксис Plut., Luc.8) соглашение, договор Dem., Polyb., Plut.9) союз, заговорσ. ἐφ΄ αὑτοὺς τῶν Ἑλλήνων Plut. — междоусобные заговоры среди греков
10) налог, подать Isocr., Aeschin., Dem.11) жалование, плата Dem., Plut., Diod.12) доход -
7 προσαπτω
эп. προτιάπτω1) прилаживать, привязывать, прикреплять(κόσμον τινί Eur.; τὰς λαιὰς τοῖς ἱστοῖς Arst.)
π. στέρνοις στέρνα Eur. — прижаться грудью к груди;τύμβῳ τι π. Soph. — возлагать что-л. на могилу;τέν ἀρχέν τελευτῇ π. Plat. — связать начало с концом2) даровать, отдавать(κῦδός τινι Hom.)
3) воздавать, оказывать(τιμὰς τῷ τεθνηκότι Soph.; τὰ ἐγκώμιά τινι Plat.)
4) применять, прилагатьμεῖζον τῆς νόσου τὸ φάρμακον π. Soph. — применять средство, которое сильнее (самой) болезни;
προσάψαι τὸ ὄνομα Ἑλληνικῇ φωνῇ Plat. — приспособить (иноземное) слово к греческому произношению5) приписывать, присваивать, относить(τέν δάφνην τῷ Ἀπόλλωνι Diod.; τέν Αἴγυπτον τῇ Λιβύῃ Arst.; Ποσειδῶνι τὸ τοὺς ἵππους δαμάσαι π. Diod.)
6) причинять, вызывать(ἀλγηδόνα Plat.)
7) возлагать, поручать(ναυτικόν τινι Xen.)
8) присоединять, добавлять(τι Plat.)
9) присоединятьсяτάδ΄ εἰ κακοῖς κακὰ προσάψει τοῖς πάλαι Soph. — если к старым бедствиям присоединятся и эти
10) med. (со)прикасаться(προσάπτεσθαι τῆς ἀληθείας Plat.)
προσαψάμενοι τούτων τῶν πραγμάτων Aeschin. — возымевшие касательство к этим делам -
8 συνταξις
- εως ἥ1) строй, устройство(τῆς πολιτείας Arst.)
2) воен. построение, строй, порядок3) организация Arst.σ. στρατιωτική Xen. — организация армии
4) отряд, войско(σ. Ἑλληνική Plut.)
5) сочетание, связь, система(ἥ σ. τῶν μερῶν Arst.)
6) сочинение, повествование, изложение Arst., Polyb., Diog.L.7) грам. конструкция, синтаксис Plut., Luc.8) соглашение, договор Dem., Polyb., Plut.9) союз, заговорσ. ἐφ΄ αὑτοὺς τῶν Ἑλλήνων Plut. — междоусобные заговоры среди греков
10) налог, подать Isocr., Aeschin., Dem.11) жалование, плата Dem., Plut., Diod.12) доход -
9 διάλεκτος
-
10 εννοώ
(ε) μετ.1) думать, намереваться, собираться; иметь в виду;δεν εννοεί να φύγει — он и не думает уходить;
εννοώ να πάμε μαζύ — я думаю, что мы (с вами) пойдём вместе;
2) понимать, постигать; разбираться (в чём-л.);σάς εννοώ καλώς — я вас хорошо понимаю;
εννοώ αρκετά την ελληνική — я достаточно хорошо понимаю по-гречески;
δεν εννοεί την συμφωνική μουσική — он не понимает симфонической музыки;
3) замечать, чувствовать, ощущать;με την συζήτησιν δεν εννοήσαμεν πότε παρήλθεν η ώρα — за беседой мы не заметили, как пролетело время;
4) хотеть, желать; требовать;εννοει ό,τι πεί να γίνεται — он требует, чтобы всё, что он говорит, было сделано;
εννοώ να φύγεις αμέσως — я хочу, чтобы ты сейчас же ушёл;
5) означить;τί εννοεί αυτή η λέξη; — что означает это слово? εννοούμαι — быть понятным;
μερικά χωρία τού Πινδάρου δεν εννοούνται πλήρως — некоторые места у Пиндара не совсем понятны;
εννοείται! — понятно!, разумеется!, конечно!;
τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται — комментарии излишни;
§ να εννοούμεθα! — чтобы потом не было недоразумений!
-
11 κουζίνα
η1) кухня; 2) кухня (подбор кушаний);ελληνική κουζίνα — греческая кухня;
3) плита;κουζίνα φωταερίου — газовая плита;
ηλεκτρική κουζίνα — электрическая плита
-
12 λαλώ
(ε) λαλάω 1. αμετ.1) говорить; болтать;λαλώ την ελληνική — говорить по-гречески;
2) петь, щебетать (о птицах); кукарекать (о петухе);3) звучать (тж. о муз. инструменте); 4) строчить (о винтовке, пулемёте); 5) ходить, идти; 6) перен. проводить жизнь; вести себя, поступать;§ όποιος πολλά λαλεί, πολλά σφάλλει — погов, язык мой — враг мой;
όπου λαλούν πολλοί πετεινοί αργεί να ξημερώσει — посл. у семи нянек дитя без глазу;
2. μετ.1) погонять (животных); 2) играть (на муз. инструменте);λαλ τη φλογέρα — играть на свирели
-
13 παλιγγενεσία
η возрождение;εθνική ( — или ελληνική) παλιγγενεσία — освобождение Греции (от турецкого ига)
-
14 φυλή
См. также в других словарях:
Ελληνική Δημοκρατία — Grèce Pour les articles homophones, voir Graisse et GRECE. Ελληνική Δημοκρατία (el) … Wikipédia en Français
Ελληνική Επανάσταση — Η Επανάσταση που έλαβε χώρα μεταξύ 1821 29 και είχε ως στόχο την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Παρότι πολλές άλλες απόπειρες είχαν προηγηθεί, η τελευταία ήταν επιτυχής γιατί είχε πιο καθολικό χαρακτήρα, ήταν πιο οργανωμένη και αποτέλεσε… … Dictionary of Greek
Ελληνική Νομαρχία — Τίτλος του ωριμότερου, ίσως, πολιτικού δοκιμίου που προσέφερε ο ελληνικός Διαφωτισμός. Εκδόθηκε ανώνυμα το 1806, σε κάποια πόλη της Ιταλίας ή στο Άμστερνταμ. Ο πλήρης τίτλος του, ενδεικτικός του περιεχομένου και του ύφους του βιβλίου, είναι ο… … Dictionary of Greek
Ελληνική — Τίτλος αθηναϊκής πρωινής εφημερίδας. Ιδρύθηκε το 1925 από τον Π.Ν. Χατζηκωνσταντίνου, με διευθυντές τους Ν. Ευστρατίου και I. Αλεξάνδρου. Η έκδοσή της διακόπηκε το 1934 … Dictionary of Greek
Ἑλληνικῇ — Ἑλληνικός Hellenic fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλληνικῇ — Ἑλληνικός Hellenic fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλληνική — Ἑλληνικός Hellenic fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλληνική — Ἑλληνικός Hellenic fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία — Βλ. λ. Αρχαιολογική Εταιρεία … Dictionary of Greek
Ελληνική Δημιουργία — Τίτλος δεκαπενθήμερου αθηναϊκού λογοτεχνικού περιοδικού, που ίδρυσε ο λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς το 1948. Το περιοδικό, που εκδιδόταν έως το 1954, κυκλοφόρησε πολυσέλιδα αφιερώματα σε μεγάλες μορφές των αρχαίων και νέων ελληνικών… … Dictionary of Greek
Ελληνική Σάλπιγξ — Τίτλος της πρώτης έντυπης ελληνικής εφημερίδας. Ιδρύθηκε στην Καλαμάτα το 1821 και εκδιδόταν υπό τη διεύθυνση του Θεόκλητου Φαρμακίδη σε περιοδικά χρονικά διαστήματα, εξαιτίας των αντίξοων ιστορικών συνθηκών. Η έκδοσή της σταμάτησε όταν ο… … Dictionary of Greek