-
81 εκούσα
-
82 ἑκοῦσα
-
83 εκούσαι
-
84 ἑκοῦσαι
-
85 εκούσαν
-
86 ἑκοῦσαν
-
87 εκούσι
-
88 ἑκοῦσι
-
89 εκούσιν
-
90 ἑκοῦσιν
-
91 εκούση
-
92 ἑκούσῃ
-
93 εκούσης
-
94 ἑκούσης
-
95 εκόντας
-
96 ἑκόντας
-
97 εκόντε
-
98 ἑκόντε
-
99 εκόντες
-
100 ἑκόντες
См. также в других словарях:
ἑκών — vásmi masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκών — ούσα, όν (AM ἑκών, οῡσα, όν) αυτός που ενεργεί ή πάσχει κάτι με τη θέλησή του, οικειοθελώς προσφερόμενος, εθελοντής αρχ. 1. αυτός που ενεργεί από πρόθεση, επίτηδες («ἑκών ἠμάρτανεν» επίτηδες αποτύγχανε) 2. φρ. α) «ἑκών εἶναι» όσο εξαρτάται από… … Dictionary of Greek
Ἑκῶν — Ἕκης masc gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ. — См. В непогоду не до плаванья … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἑκόν — ἑκών vásmi masc voc sg ἑκών vásmi neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκόντα — ἑκών vásmi neut nom/voc/acc pl ἑκών vásmi masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσῶν — ἑκών vásmi fem gen pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκοῦσα — ἑκών vásmi fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκοῦσαι — ἑκών vásmi fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκοῦσαν — ἑκών vásmi fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκοῦσι — ἑκών vásmi masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)