-
1 ἑκατόμ-βοιος
ἑκατόμ-βοιος, hundert Rinder werth; τεύχεα Il. 6, 236, nach Eust. hundert Goldstücke werth, die mit einem Rinde geprägt sind, vgl. Plut. Thes. 25.
-
2 ἑκατόμβοιος
ἑκατόμ-βοιος, hundert Rinder wert; hundert Goldstücke wert, die mit einem Rinde geprägt sind
См. также в других словарях:
πρωτόβοιος — ον, Α (κυρίως φρ.) «πρωτόβοιος δωδεκῄς» θυσία 12 ζώων με πρώτο στη σειρά ένα βόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + βοιος (< βοῦς, βοός), πρβλ. εκατόμ βοιος, εννεά βοιος] … Dictionary of Greek
επτάβοιος — ἑπτάβοιος, ον (Α) επταβόειος* («ἑπτάβοιον ἄρρηκτον σάκος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + * βο(F)ιος (πρβλ. σανσκρ. gavya «βούτυρο». Παλαιότερος τ. τού επιθέτου βόειος (< βους). Απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. εννεά βοιος, εκατόμ βοιος)] … Dictionary of Greek
εχέβοιον — ἐχέβοιον, τὸ (Α) ο ιμάντας που προσδένεται στον ζυγό τού αρότρου, το μεσάβοιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + βοιος, ον (< *βόFιος), τ. στον οποίο απαντά ως β συνθετικό η λ. βους πρβλ. αλφεσί βοιος, εκατόμ βιος] … Dictionary of Greek