-
1 εὐ-φροσύνη
εὐ-φροσύνη, ἡ, ep. ἐϋφροσύνη, Frohsinn, Heiterkeit, Freude bes. beim Mahle, ἀλλήλῃσι γέλωτα καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι Od. 20, 8; 23, 52; im plur., ϑυμὸς αἰὲν ἐϋφροσύνῃσιν ἰαίνεται 6, 155; Pind. u. Tragg., wie Aesch. ϑυμὸν ἀλδαίνουσαν ἐν εὐφροσύναις Prom. 537; τινὶ παρέχειν Plat. Tim. 80 b; Folgde; auch im plur., wie Xen. Cyr. 8, 1, 32. – Bei Orph. H. 2, 5 = Vorigem, die Nacht, die Wohlwollende. – Ammon. erkl. εὐφρ. πάϑος χρόνιον μετὰ σωφροσύνης γιγνόμενον, während εὐϑυμία nur eine βραχεῖα ψυχῆς χαρά ist.
См. также в других словарях:
καταπυγόσυνος — καταπυγόσυνος, η, ον (Α) καταπύγων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καταπυγοσύνη (με υποχωρητ. σχηματισμό), πρβλ. ευφρ όσυνος: ευφροσύνη] … Dictionary of Greek
οικονομώ — έω και άω και κονομάω (ΑΜ οἰκονομῶ, έω) [οικονόμος] νεοελλ. 1. κάνω οικονομίες, αποταμιεύω για μελλοντικές μου ανάγκες («δεν μπόρεσε να οικονομήσει τίποτε ύστερα από τόσα χρόνια εργασίας») 2. εξοικονομώ, εξευρίσκω, προμηθεύομαι 3. παρέχω σε… … Dictionary of Greek
χυδαιότητα — η / χυδαιότης, ητος, ΝΜΑ [χυδαῑος] η ιδιότητα τού χυδαίου, προστυχιά, απρέπεια (α. «δεν μπορώ να ανεχθώ τη χυδαιότητα τού χαρακτήρα του» β. «τῆς παρ ἡμῑν ῥᾳθυμίας καὶ χυδαιότητος», Iουλ.) νεοελλ. χυδαία φράση ή ενέργεια («η χθεσινή χυδαιότητά του … Dictionary of Greek