-
1 παρά-φασις
παρά-φασις, ἡ, das Zureden, Trösten, Ermahnen; παραίφασις, Il. 11, 793. 15, 404 u. sp. D.; auch Anlockung, Anreiz, Il. 14, 217, mit dem Nebenbegriffe der Täuschung, ἐχϑρὰ πάρφασις, Pind. N. 8, 32. Auch = Beruhigung, Tröstung, παραμυϑία, Hesych.; Beschwichtigung, ἐρώτων, Ep. in athl. stat. 49 ( Plan. 373).
См. также в других словарях:
παράφασις — (I) και παραίφασις και πάρφασις, άσεως, ἡ, Α [παράφημι] 1. συμβουλή, παραίνεση, πειθώ («ἀγαθὴ δὲ παράφασίς ἐστιν ἑταίρου», Ομ. Ιλ.) 2. μέσο, τρόπος για καταπράυνση («παραίφασιν εὐρεν ἐρώτων», Ανθ. Παλ.) 3. (για τη ζώνη τής Αφροδίτης)… … Dictionary of Greek