-
1 εφεστιος
ион. ἐπίστιος 21) находящийся или горящий на очаге(φλόξ Eur.; σέλας Soph.)
ἐφέστιον πῆξαι σκῆπτρον Soph. — воткнуть посох в очаг2) приходящий к очагу, т.е. в дом(ἱκέτης Aesch.)
ἐμὲ ἐφέστιον ἤγαγε δαίμων Hom. — божество привело меня в жилище (Калипсо);ἑζόμεσθα ἐφέστιοι Soph. — мы сидим у очагов, т.е. пришли с мольбой;ἥκων ἐ. ἐμοί Her. — пришедший ко мне;ἀπολέσθαι ἐ. Hom. — умереть в своем доме3) связанный с домашним очагом, касающийся дома, домашний, семейный(θύματα, μίασμα Aesch.; εὐναί Eur.; ἵδρυμα Plat.)
πόνοι δόμων ἐφέστιοι Aesch. — домашние труды4) покровительствующий домашнему очагу(Ζεύς Her., Soph.)
-
2 επιστιος
-
3 επιστιον
IIIτό семья, дом Her. (ср. ἐφέστιος)
См. также в других словарях:
εφέστιος — ἐφέστιος, ον, ιων. τ. ἐπίστιος, ον και ἐφίστιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στην εστία, στο σπίτι του (α. «ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος», Ομ. Οδ. β. «Τρῶες ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν» όσοι Τρώες βρίσκονται στα σπίτια τους, Ομ. Ιλ.) 2. για ικέτες που… … Dictionary of Greek
ἐφέστιος — at one s own fireside masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφέστιος — α, ο αυτός που βρίσκεται στην εστία ή είναι για την εστία: Εφέστιοι θεοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπίστιον — ἐφέστιος at one s own fireside masc/fem acc sg (ionic) ἐφέστιος at one s own fireside neut nom/voc/acc sg (ionic) ἐπίστιον slip neut nom/voc/acc sg ἐπίστιος masc/fem acc sg ἐπίστιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφέστιον — ἐφέστιος at one s own fireside masc/fem acc sg ἐφέστιος at one s own fireside neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίστια — ἐφέστιος at one s own fireside neut nom/voc/acc pl (ionic) ἐπίστιον slip neut nom/voc/acc pl ἐπίστιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίστιος — ἐφέστιος at one s own fireside masc/fem nom sg (ionic) ἐπίστιος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεστίοις — ἐφέστιος at one s own fireside masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεστίοισιν — ἐφέστιος at one s own fireside masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεστίου — ἐφέστιος at one s own fireside masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεστίους — ἐφέστιος at one s own fireside masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)