-
1 εφετμή
-
2 ἐφετμῇ
-
3 εφετμή
-
4 ἐφετμή
-
5 ἐφετμή
A command, behest, Il.14.249;θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμή 21.299
: freq. in pl., behests, esp. of the gods or one's parents, 5.508, Pi.O.3.11, etc.; , cf. Pi.P.2.21, A.Ch. 300, E.IA 634; demands, prayers, Pi.I. 6(5).18. -
6 ἐφετμή
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐφετμή
-
7 εφετμήι
-
8 ἐφετμῆι
-
9 εφετμής
ἐφετμήcommand: fem gen sg (attic epic ionic)——————ἐφετμήcommand: fem dat pl (epic) -
10 εφετμήσι
-
11 ἐφετμῇσι
-
12 εφετμαίς
-
13 ἐφετμαῖς
-
14 εφετμαί
-
15 ἐφετμαί
-
16 εφετμών
-
17 ἐφετμῶν
-
18 εφετμάς
-
19 ἐφετμάς
-
20 εφετμάων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εφετμή — ἐφετμή, ἡ (Α) (ποιητ. λ.) 1. παραγγελία, εντολή, προσταγή («θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμή», Ομ. Ιλ.) 2. (συχνά στον πληθ.) αἱ ἐφετμαί α) (κυρίως από θεούς ή γονείς) διατάγματα, παραγγελίες, εντολές β) συνεκδ. παρακλήσεις («Θέτις δ οὐ λήθετ ἐφετμέων παιδὸς… … Dictionary of Greek
ἐφετμῇ — ἐφετμή command fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφετμή — command fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφετμῆι — ἐφετμῇ , ἐφετμή command fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφετμαῖς — ἐφετμή command fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφετμαί — ἐφετμή command fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφετμῆς — ἐφετμή command fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφετμῇς — ἐφετμή command fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφετμῇσι — ἐφετμή command fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφετμέων — ἐφετμή command fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφετμήν — ἐφετμή command fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)