Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐφετμή

См. также в других словарях:

  • εφετμή — ἐφετμή, ἡ (Α) (ποιητ. λ.) 1. παραγγελία, εντολή, προσταγή («θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμή», Ομ. Ιλ.) 2. (συχνά στον πληθ.) αἱ ἐφετμαί α) (κυρίως από θεούς ή γονείς) διατάγματα, παραγγελίες, εντολές β) συνεκδ. παρακλήσεις («Θέτις δ οὐ λήθετ ἐφετμέων παιδὸς… …   Dictionary of Greek

  • ἐφετμῇ — ἐφετμή command fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετμή — command fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετμῆι — ἐφετμῇ , ἐφετμή command fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετμαῖς — ἐφετμή command fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετμαί — ἐφετμή command fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετμῆς — ἐφετμή command fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετμῇς — ἐφετμή command fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετμῇσι — ἐφετμή command fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετμέων — ἐφετμή command fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετμήν — ἐφετμή command fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»