-
1 κατέκειτο
κατάκειμαιlie down: imperf ind mp 3rd sg -
2 κατέκειθ'
κατέκειτο, κατάκειμαιlie down: imperf ind mp 3rd sg -
3 κατέκειτ'
κατέκειτο, κατάκειμαιlie down: imperf ind mp 3rd sg -
4 κατάκειμαι
Aκατακείαται Il.24.527
: [dialect] Ion. [tense] plpf.κατεκέατο Hdt.7.229
; subj. :—[voice] Pass., only in [tense] pres. and [tense] impf. with [tense] fut. [voice] Med. - κείσομαι:— lie down,μῆλα τὰ δὴ κατάκειτ' ἐσφαγμένα Od.10.532
; ἐπὶ πλευρὰς κ. Il.24.10; νέκυς κ. Tyrt. 11.19;ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι Ar.Ach.70
.4 lie sick, keep one's bed, Hdt.7.229, Ev.Marc.1.30, etc.; lie in bed, Ar. Ec. 313;ἐφ' ὃ κατέκειτο Ev.Luc.5.25
.5 lodge, reside, Hp.Epid. 1.26.έ, 3.1.γ, al.8 of land, lie sloping to the sea,πρῶνες ἔξοχοι -κεινται Pi.N.4.52
.9 ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν is expended in every impulse on.., Id.I.1.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάκειμαι
-
5 λόχμη
A thicket, copse, esp. as the lair of wild beasts,ἐν λόχμῃ πυκινῇ κατέκειτο μέγας σῦς Od.19.439
;λόχμας ὕπο κυανέας Pi.O.6.40
, cf. P.4.244;ἐχῖνος ὥς τις ἐν λόχμῃ κεῖσαι πεσών S.Ichn.121
: in pl., λόχμαισι δοκεύσαις lying in wait in the coppice, Pi. O.10(11).30;μασχάλαι λόχμης δασύτεραι Ar.Ec.61
, cf. Lys. 800: prov., μία λ. δύο ἐριθάκους οὐ τρέφει Sch.Ar.V. 922: also in Prose, Arist.HA 615a17, Ael.NA13.14, Creophyl. ap. Ath.8.361d;λόχμη τῶν θηρίων Jul.Mis. 338c
. -
6 τάλαντον
τᾰλαντ-ον, τό,A balance,Ζεὺς.. τὸ τ. ἐπιρρέπει ἄλλοτε ἄλλως Thgn.157
;ζυγὸν ταλάντου A.Supp. 823
(lyr.);ταλάντῳ μουσικὴ σταθμήσεται Ar.Ra. 797
: in this sense used by Hom. only in pl., pair of scales,ἔχον ὥς τε τάλαντα γυνή.., ἥ τε σταθμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα Il.12.433
; esp. of the scales in which Zeus weighed the fortunes of men, χρύσεια πατὴρ ἐτίταινε τ. 8.69, 22.209; γνῶ γὰρ Διὸς ἱρὰ τ. 16.658; ἐπὴν κλίνῃσι τ. Ζεύς, i.e. when he decides the issue of battle, 19.223;τ. βρίσας οὐκ ἰσορρόπῳ τύχῃ A.Pers. 346
; of the scales of justice,δίκης κατέκειτο τάλαντα h.Merc. 324
, cf. AP6.267.4 (Diotim.): so in sg.,δίκας ῥέπει τάλαντον B.17.25
.II anything weighed,1 a definite weight, talent, in Hom. always of gold,δέκα χρυσοῖς τάλαντα Il.9.122
; δύω χρ. τ. 18.507; δέκα πάντα τ. ten in all, 19.247, 24.232; χρυσοῦ.. εὐεργέος ἑπτὰ τ. Od.9.202;χρυσοῖο τάλαντον.. τιμήεντος 8.393
: from the order of the prizes in Il.23.262 sq. and other passages its weight was probably not great, cf. Arist.Fr. 164.2 in post-Hom. writers, the τάλαντον was both a commercial weight (differing in different systems), and also the sum of money represented by the corresponding weight of gold or silver; τοῖσι μὲν (of the subjects of Darius) ἀργύριον ἀπαγινέουσι εἴρητο Βαβυλώνιον σταθμὸν τ. ἀπαγινέειν, τοῖσι δὲ χρυσίον ἀπαγινέουσι Εὐβοϊκόν· τὸ δὲ Βαβυλώνιον τ. δύναται Εὐβοΐδας ( ὀκτὼ καὶ add. Reiz)ἑβδομήκοντα μνέας Hdt.3.89
; τ. Ἀττικόν, Αἰγιναῖον, etc., Poll.9.86;ἐποίησε [ὁ Σόλων] σταθμὰ πρὸς τὸ νόμισμα τρεῖς καὶ ἑξήκοντα μνᾶς τὸ τ. ἀγούσας Arist.Ath.10.2
.a of money,τ. ἀργυρίου Hdt.7.28
, cf. X.HG3.5.1, etc.;χίλια τ. νομίσματος Aeschin.2.174
; μνᾶ ἀπὸ τοῦ τ. IG12.220.7, cf. 92.37, al.b of weight, τὸ τ. τὸ ἐμπορικόν ib.22.1013.35; used in weighing lead, ib.12.374.287, 42(1).103.131 (Epid., iv B.C.), PMich.Zen.9.4 (iii B.C.); iron, PCair.Zen.144.6 (iii B.C.), CPHerm.p.77 (iii A.D.); cloth, PMich.Zen.120.8 (iii B.C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τάλαντον
-
7 κατάκειμαι
κατά - κειμαι, 3 pl. κατακείαται, ipf. κατέκειτο: lie down, lie, remain in any settled condition; met., rest, Il. 24.523; as pass. of κατατίθημι, be set down, Il. 24.527.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κατάκειμαι
См. также в других словарях:
κατέκειτο — κατάκειμαι lie down imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέκειθ' — κατέκειτο , κατάκειμαι lie down imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέκειτ' — κατέκειτο , κατάκειμαι lie down imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
погроуженыи — (18) прич. страд. прош. 1.Погруженный, ввергнутый во чтол.: иде же рѣка исхожаше огньна. и тѹ бѧше множьство мѹжь и женъ. и бѧхѹ погрѹжени ови до по˫аса. ови до пазѹхѹ. ови до ши˫а… и въпроси [Богородица] архистратига. котории се сѹть иже до… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ησυχή — ἡσυχῇ και δωρ. ἁσυχᾷ (Α) επίρρ. 1. ήρεμα, ήσυχα 2. αθόρυβα, σιωπηρά, αργά, σιγά («ἡσυχῇ γελάσαι», Πλάτ.) 3. ακίνητα, αδρανώς («κατέκειτο... ἡσυχῇ», Πλάτ.) 4. με ψυχική γαλήνη, με ήρεμη διάθεση, με ήσυχη διάθεση («ἡσυχῇ καί κατὰ μικρὸν… … Dictionary of Greek
λόχμη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 47 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 15 χλμ. Β της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Βίτσι. * * * η (Α λόχμη) μέρος δάσους στο οποίο… … Dictionary of Greek