-
1 διαλεκτος
ἥ1) речьδ. ἥ τῆς φωνῆς τῇ γλώττῃ διάρθρωσις (sc. ἐστί) Arst. — речь есть расчленение голоса посредством языка
2) произношение(διὰ τῶν ῥινῶν Arst.)
3) разговор, беседа(πρὸς ἀλλήλους Plat.)
4) (тж. ὅ τρόπος τῆς διαλέκτου Arst.) речевая манера, стиль(τὸ ἐμὸν βάδισμα ἢ δ. Dem.)
5) (национальный или племенной) язык(τοῦ ἀνθρώπου μία φωνή, ἀλλὰ διάλεκτοι πολλαί Arst.; εἰδέναι τὰς ἑκάστων διαλέκτους Polyb.; τῶν Ἑλλήνων δ. Diod.)
6) говор, наречие, диалект7) областное слово или выражениеΓαυγάμελα σημαίνειν δέ, φασιν, οἶκον καμήλου τέν διάλεκτον Plut. — говорят, что на местном (т.е. персидском) наречии «Гавгамелы» означает «дом верблюда»
-
2 εμφαινω
(fut. ἐμφᾰνῶ)1) показывать, представлять(τι Plat., Arst., Plut.)
; pass. показываться, отражаться(ἐν ὕδασιν ἢ ἐν κατόπτροις Plat.)
τὰ ἐμφαινόμενα Plut. — отражения2) выказывать, проявлять(τὰς ἑκάστων αἱρέσεις καὴ διαλήψεις Polyb.)
; pass. проявляться, обнаруживатьсяἐμφαίνεται Plut. — представляется очевидным, ясно3) выражать, заявлять(τέν περί τι δόξαν Plut.)
-
3 επιψαυω
1) (при)касаться, дотрагиваться(σάκεος ποσίν Hes.; κώπης Soph.; τῶν ἄρθρων τῇ χειρί Her.; τῆς ὑπήνης ταῖν χεροῖν Plut.)
ὅστ΄ ὀλίγον περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν Hom. — кто хоть немного одарен здравым смыслом;ὀλίγον ἐπιψαῦσαι (v. l. ἐπιμύειν) τὸν ὕπνον Theocr. — чуть вздремнуть2) ( в речи) касаться, затрагивать(πρήγματός τινος Her.; κεφαλαιωδῶς ἑκάστων Polyb.)
-
4 μαχη
дор. μάχα (ᾰ) ἥ1) бой, сражение, битваδιὰ μάχης τινὴ ἀπικέσθαι Her. (ἐλθεῖν или μολεῖν Eur.), εἰς μάχην τινὴ ἐπεξιέναι, πρός τινα ἐλθεῖν или μολεῖν Eur., μάχην τινι συνάπτειν Aesch., συμβάλλειν Eur., τίθεσθαι и ἀρτύνειν Hom., ποιεῖσθαι Soph., Xen. — вступать в бой с кем-л.;
μάχην μάχεσθαι Hom. — вести бой, биться, сражаться;μάχῃ κρατεῖν Eur. — одолеть в бою;μάχην νικᾶν Xen. — выиграть сражение;μ. Αἴαντος Hom. — бой (единоборство) с Эантом;μ. ἀπ΄ ἵππων Her. — конное сражение2) спор, ссора(ἔρις τε μάχαι τε Hom.; μάχας ἐν λόγοις ποιεῖσθαι Plat.; μάχαι νομικαί NT.)
3) драка(περί τινος Xen.)
4) борьба, состязание Pind.5) способ сражаться, боевая тактика6) поле сражения, место боя(ἥ ὁδὸς ἐξ Ἐφέσου μέχρι τῆς μάχης Xen.)
7) филос. противоречие Sext. -
5 παρασημαινω
1) med. накладывать рядом новую печать, дополнительно опечатыватьτὰ σεσημασμένα παρασημαίνεσθαι Plat. — прилагать свою печать к (уже) опечатанному2) med. ставить сбоку пометку, помечать рядом(τὰς ἑκάστων δόξας Arst.)
3) med. подмечать, замечать (себе) Polyb.4) med. усматривать, заключать(τι ἔκ τινος Polyb.)
См. также в других словарях:
ἑκάστων — ἕκαστος each fem gen pl ἕκαστος each masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cecrópidas — Saltar a navegación, búsqueda Cécrope I, de quien se tomó el nombre de Cecrópidas. Los Cecrópidas fueron una dinastía o linaje de legendarios reyes fundadores de la primitiva Atenas micénica compuesta por Cécrope, Erecteo, Erictronio … Wikipedia Español
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
προεθίζω — Α 1. εξασκώ κάποιον σε κάτι εκ τών προτέρων, προεγγυμνάζω* («πρὸς πάσας δυνάμεις καὶ τέχνας ἔστιν ἃ δεῑ προπαιδεύεσθαι καὶ προεθίζεσθαι πρὸς τὰς ἑκάστων ἐργασίας», Αριστοτ.) 2. εθίζω κάποιον σε κάτι εκ τών προτέρων 3. (αμτβ. με δοτ.) συνηθίζω 4.… … Dictionary of Greek
συγγένησις — ήσεως, ἡ, Α [συγγίγνομαι] συναναστροφή, συνάντηση («ἐν ἄλλαις συνουσίαις καὶ ἰδιωτικαῑς συγγενήσεσιν ἑκάστων», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
συναρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συναρμόττω Α συνδέω επιμέρους τμήματα προκειμένου να συγκροτήσω ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολογώ («ὀλόμενον σκάφος συναρμόσας ὁ Πριαμίδας», Ευρ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) κάνω στέρεη σύνδεση, στερεώνω μσν. μέσ.… … Dictionary of Greek
σύνεση — η / σύνεσις, έσεως, ΝΜΑ, και ξύνεσις Α [συνίημι] φρόνηση, περίσκεψη, σωφροσύνη βασισμένη στη σωστή κρίση (α. «στην αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων έδειξε σύνεση και αποφασιστικότητα» β. «σύνεσις πολιτική», Αριστοτ. γ. «σύνεσις φρενῶν», Πίνδ.)… … Dictionary of Greek