-
41 λεσχηνευτής
A gossip, chatterer, Ath.14.649c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεσχηνευτής
-
42 λογευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογευτής
-
43 μαγγανευτής
A impostor, quack, Suid., Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαγγανευτής
-
44 μαγευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαγευτής
-
45 μαντευτής
A = μάντις, Hld.9.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαντευτής
-
46 μαριλευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαριλευτής
-
47 μαστευτής
A = μαστήρ, X.Oec.8.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαστευτής
-
48 μεθοδευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεθοδευτής
-
49 μεθοδίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεθοδίτης
-
50 μεταλλευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλευτής
-
51 μοιχευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοιχευτής
-
52 μοχλευτής
A one who heaves by a lever: hence Com. γῆς καὶ θαλάσσης μ. he who makes earth and sea to heave, Ar.Nu. 567; ὦ καινῶν ἐπῶν.. μοχλευτά O thou who heavest up new words, ib. 1397.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοχλευτής
-
53 νοθευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νοθευτής
-
54 νυκτερευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτερευτής
-
55 νυμφευτής
2 metaph., of a herdsman, Pl.Plt. 268a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυμφευτής
-
56 ξενιτευτής
A one who lives abroad, Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).148,166 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξενιτευτής
-
57 παγκρατευτής
A = παγκρατιαστής, Ps.-Callisth.1.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκρατευτής
-
58 παιδευτής
II corrector, chastiser, Ep.Hebr.12.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδευτής
-
59 παλευτής
A decoy-bird, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλευτής
-
60 παραπρεσβευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπρεσβευτής
См. также в других словарях:
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
λαρινευτής — λαρινευτής, οῡ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἁλιεύς». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρινος + κατάλ. ευτής (πρβλ. ιχν ευτής, τορν ευτής) μέσω ενός αμάρτυρου *λαρινεύω] … Dictionary of Greek
σκιραφευτής — ὁ, Α αυτός που παίζει κύβους, ζάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίραφος + κατάλ. ευτής (πρβλ. κυβ ευτής)] … Dictionary of Greek
παγκρατευτής — παγκρατευτής, ὁ (Α) ο αθλητής τού παγκρατίου, παγκρατιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παγκράτιον + κατάλ. ευτής, πιθ. μέσω αμάρτυρου *παγκρατεύω] … Dictionary of Greek
ραφιδευτής — ὁ, Α ο ποικιλτής, αυτός που κεντάει πρόσθετες παραστάσεις σε υφάσματα και ενδύματα («βύσσου κεκλωσμένης τῇ ποικιλίᾳ τοῡ ῥαφιδευτοῡ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφίς, ίδος + κατάλ. ευτής (< ρ. σε εύω)] … Dictionary of Greek
σαϊτευτής — και σαϊττευτής και σαγιτ(τ)ευτής, ο, θηλ. τρια, Ν [σαϊτ(τ)εύω / σαγιτ(τ)εύω] αυτός που ρίχνει σαΐτα, τοξότης … Dictionary of Greek
σκηνευτής — ὁ, Α 1. σκηνίτης 2. κατασκευαστής σκηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + κατάλ. ευτής, παρλλ. τ. τού σκηνίτης*] … Dictionary of Greek
σκορδευτής — ὁ, Α καλλιεργητής σκόρδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδον + κατάλ. ευτής] … Dictionary of Greek