-
1 ὑπισχνέομαι
ὑπ|ισχνέομαι ['выдерживать (обязательства)'] обещать, заверять aor. ύπ|εσχόμην
См. также в других словарях:
ἐσχόμην — ἔχω check aor ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek