-
1 εσχατογηρως
См. также в других словарях:
κακόγηρως — ό, ἡ (Α) αυτός που έχει κακά γηρατειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γηρως (< γῆρας), πρβλ. εσχατό γηρως, μακρό γηρως] … Dictionary of Greek
1 εσχατογηρως
κακόγηρως — ό, ἡ (Α) αυτός που έχει κακά γηρατειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γηρως (< γῆρας), πρβλ. εσχατό γηρως, μακρό γηρως] … Dictionary of Greek