-
41 αὐτοβοεί
αὐτο-βοεί, Adv.A by a mere shout, at the first shout, αὐ. ἑλεῖν take without a blow, Th.2.81, 3.113, 8.62, etc.; αὐ. λαβεῖν κλέπτοντα, = ἐπ' αὐτοφώρῳ, AB 465.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοβοεί
-
42 αὐτοβοήθητος
αὐτο-βοήθητος, ον,A self-supporting, of an argument, Simp. in Ph.354.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοβοήθητος
-
43 αὐτοβόητος
αὐτο-βόητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοβόητος
-
44 αὐτοβορέας
A a very Boreas, Luc.Tim.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοβορέας
-
45 αὐτοβούλησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοβούλησις
-
46 αὐτοβουλήτως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοβουλήτως
-
47 αὐτόβουλος
αὐτό-βουλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόβουλος
-
48 αὐτοβοῦς
A ideal ox, Alex.Aphr. in Metaph.758.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοβοῦς
-
49 αὐτοβραδύτης
A ideal slowness, Procl. Hyp.1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοβραδύτης
-
50 αὐτοβῆτα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοβῆτα
-
51 αὐτόγαμος
αὐτό-γᾰμος, ον,A = αὐτογόνος 11, Nonn.D.40.405.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόγαμος
-
52 αὐτογένεθλος
Aἥλιος Hymn.Mag.4.24
; κάνθαρος, of Kheper, PMag.Par.1.943.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτογένεθλος
-
53 αὐτογενέτωρ
A PMag.Leid. W.7.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτογενέτωρ
-
54 αὐτογενής
αὐτο-γενής, ές,A self-produced, δαίμων v. l. in Herm. ap. Stob.1.49.44, cf. Ph.1.618, Max.Tyr.16.6, Procl. in Prm.p.893 S., Orph.Fr. 245.8.2 αὐτογενές, τό, = νάρκισσος, Ps.-Dsc.4.158; ὀστοῦν αὐ., = κολοκυνθίς, ib.176.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτογενής
-
55 αὐτογένητος
αὐτο-γένητος, ον,A self-generated, Simp. in Ph.824.16 (s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτογένητος
-
56 αὐτογεννητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτογεννητικός
-
57 αὐτογέννητος
αὐτο-γέννητος, ον,A = αὐτογενής : αὐ. κοιμήματα μητρός a mother's intercourse with her own child, S. Ant. 864.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτογέννητος
-
58 αὐτογεωργός
A f.l. for αὐτουργός, Ph.1.685.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτογεωργός
-
59 αὐτογνωμονέω
A act of one's own judgement, X.HG7.3.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτογνωμονέω
-
60 αὐτογνῶσις
A absolute knowledge, Olymp. in Phd.p.100 N., Procl.in Alc.p.88C.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτογνῶσις
См. также в других словарях:
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek
αυτο- — (από την αντων. αυτός), α’ συνθετ. λόγιων λέξεων: αυτο διοίκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αὐτὸ δείξει τὸ ἔργον. — См. Дело само за себя говорит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αὐτὸ δὲ σιγᾶν ὁμολογοῦντός ἐστί σου. — См. Молчание знак согласия … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αὐτό — αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑτό — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποίησον ἀγαθόν καὶ ῥίψον αὐτὸ εἰσ τὴν θάλασσαν. — См. За добро не жди добра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… … Dictionary of Greek
άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μυκηναϊκού Αποικισμού της Κύπρου — Αυτό το πρωτότυπο μουσείο χτίστηκε για να θυμίζει το μυκηναϊκό αποικισμό του 12ου π.Χ. αι. στη μικρή και άγονη χερσόνησο της Μάας, στη δυτική ακτή της Κύπρου, κοντά στην Πάφο. Μετά την κατάρρευση των κυριότερων κέντρων του μυκηναϊκού πολιτισμού… … Dictionary of Greek
καὐτό — αὐτό , αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)