-
41 Principally
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Principally
-
42 Quite
adv.Quite the reverse: P. πᾶν τοὐναντίον.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Quite
-
43 Score
subs.Account: Ar. and P. λογισμός, ὁ.Number: P. and V. ἄριθμος, ὁ.On the score of, as far as concerns: P. and V. ἕνεκα (gen.), V. οὕνεκα (gen.) (And. 759).Yes, on that score fortune favours you: V. μάλιστα τοὐκείνου μὲν εὐτυχεῖς μέρος (Eur., Hec. 989).So he encouraged them thus on the score of money: P. χρήμασι μὲν οὖν οὕτως ἐθάρσυνεν αὐτούς (Thuc. 2, 13).A score: see Twenty.——————v. trans.Score a point, victory, etc.: P. and V. νικᾶν.In argument: use P. and V. λέγειν τι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Score
-
44 Sickness
subs.Disease: P. and V. νόσος, ἡ, νόσημα, τό, P. ἀσθένεια, ἡ, ἀρρωστία, ἡ, ἀρρώστημα, τό.Plague: P. and V. λοιμός, ὁ.Suffer from sickness, nausea, v.: Ar. and P. ναυτιᾶν (Plat.).This being the time of year when men are most liable to sickness: P. τῆς ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ ταύτης οὔσης ἐν ᾗ ἀσθενοῦσιν ἄνθρωποι μάλιστα (Thuc. 7, 47).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sickness
-
45 Start
v. trans.Begin, be the first to do a thing: P. and V. ἄρχειν (gen.), ὑπάρχειν (gen.), κατάρχειν (acc. or gen.), P. προϋπάρχειν (gen.).Start something of one's own: P. and V. ἄρχεσθαι (gen.), κατάρχειν (acc. or gen.) (or mid.), ὑπάρχειν (gen.).Take in hand: P. and V. ἐπιχειρεῖν (dat.), ἐγχειρεῖν (dat.), αἴρεσθαι (acc.).Set up: Ar. and P. ἐνίστασθαι.Make to set out: P. and V. ἐξορμᾶν.Set in motion: P. and V. ὁρμᾶν, κινεῖν.V. intrans.The city if once it start well goes on increasing: P. πολιτεία ἐάνπερ ἅπαξ ὁρμήσῃ εὖ ἔρχεται... αὐξανομένη (Plat., Rep. 424A).Set out: P. and V. ὁρμᾶν, ὁρμᾶσθαι, ἀφορμᾶν, ἀφορμᾶσθαι, ἐξορμᾶν, ἐξορμᾶσθαι, ἀπαίρειν, V. στέλλεσθαι, ἀποστέλλεσθαι.With ships or land forces: P. αἴρειν.Starting with this force they sailed round: P. ἄραντες τῇ παρασκευῇ ταύτῃ περιέπλεον. (Thuc. 2, 23).I would have you save the money with which I started: V. σῶσαί σε χρήμαθʼ οἷς συνεξῆλθον θέλω (Eur., Hec. 1012).Be startled: P. and V. φρίσσειν, τρέμειν, ἐκπλήσσεσθαι.Start up: P. and V. ἀνίστασθαι, ἐξανίστασθαι, P. ἀνατρέχειν, Ar. and V. ἀνᾴσσειν (also Xen. but rare P.).——————subs.Beginning: P. and V. ἀρχή, ἡ.Journey: P. and V. ὁδός, ἡ.Putting out to sea: P. ἀναγωγή, ἡ.Get the start of: P. and V. φθάνειν (acc.), προφθάνειν (acc.), προλαμβάνειν (acc.), P. προκαταλαμβάνειν (acc.).The trireme had a start of about a day and a night: P. (ἡ τριήρης) προεῖχε ἡμέρᾳ καὶ νυκτὶ μάλιστα (Thuc. 3, 49).Let me and him have a fair start that we may benefit you on equal terms: Ar. ἄφες ἀπὸ βαλβίδων ἐμὲ καὶ τουτονὶ ἵνα σʼ εὖ ποιῶμεν ἐξ ἴσου (Eq. 1159).Shudder: P. and V. τρόμος, ὁ.Give one a start: use P. and V. ἔκπληξιν παρέχειν (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Start
-
46 Strongly
adv.P. and V. ἐρρωμένως, P. ἰσχυρῶς.Energetically: P. ἐντόνως, συντόνως.I put the case as strongly as I can: P. ὡς δύναμαι μάλιστα κατατείνας λέγω (Plat., Rep. 367B).Urge strongly, v. intrans.: P. ἰσχυρίζεσθαι, διισχυρίζεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Strongly
-
47 Surely
adv.Securely: P. and V. ἀσφαλῶς, βεβαίως, V. ἐμπέδωςExactly: P. and V. ἀκριβῶς.Assuredly, in answer to a question: P. and V. πῶς γὰρ οὔ; μάλιστά γε, Ar. and P. ἀμέλει, κομιδῇ γε, V. καὶ κάρτα, καὶ κάρτα γε.In oaths and asseverations, that one will surely do a thing: P. and V. ἦ μήν (fut. infin.).Certainly: P. and V. δή, V. θήν (rare).You are surely voicing your wishes: V. σὺ θὴν ἃ χρῄζεις... ἐπιγλωσσᾷ (Æsch., P. V. 928).In questions expecting the answer “no”: use P. and V. μὴ, ἆρα μὴ, μῶν.Surely you will be able to secure as stronger proof? P. ἆρα μή τι μεῖζον ἕξεις λαβεῖν τεκμήριον; Surely you are making no plan? V. μῶν τι βουλεύει νέον; (Soph., Phil. 1229).To express surprise: use P. and V. οὔ τί που.You surely do not intend to give it him? V. οὔ τί που δοῦναι νοεῖς (Soph., Phil. 1233).You surely don't think that the question has been sufficiently discussed? P. οὔ τί που οἴει... ἱκανῶς εἱρῆσθαι περὶ τοῦ λόγους; (Plat., Rep. 362D).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Surely
-
48 Undoubtedly
adv.P. ἀναμφισβητήτως, ὁμολογουμένως, V. οὐ διχορρόπως, οὐκ ἀμφιλέκτως.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Undoubtedly
-
49 Versatility
subs.P. τὸ πολύτροπον, εὐτραπελία, ἡ (Isoc.).With the greatest versatility: P. μάλιστα εὐτραπέλως (Thuc. 2, 41).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Versatility
-
50 Weak
adj.P. and V. ἀσθενής, V. ἀμαυρός.Failing, limp: V. ὑγρός, ἔκλυτος.Of cities: also P. and V. μικρός, σμικρός.The weaker party, subs.: P. and V. ὁ ἥσσων, ὁ ἐλάσσων.Poor: P. and V. φαῦλος, κακός.Hesitating: P. ὀκνηρός, ἀπρόθυμος.Having weak sight: see Short-sighted.The weak spots, subs.: P. τὰ σαθρά (Dem. 52).I should find out, I think, where his weak points are: P. εὕροιμʼ ἂν οἶμαι ὅπη σαθρός ἐστι (Plat., Euthyphro, 5B; cp. also Dem. 24).Know you what part of your tale is weakest? V. οἶσθʼ οὖν ὃ κάμνει τοῦ λόγου μάλιστά σοι; (Eur, Ion, 363).That where the wall was weak armed help might be forthcoming from near at hand:. ὡς τῷ νοσοῦντι τειχέων εἴη δορὸς ἀλκὴ διʼ ὀλίγου (Eur., Phoen. 1097).'Tis sweet to empty a cup of this into a weaker draught: V. ἐπεισβαλεῖν ἡδὺ σκύφον τοῦδʼ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ (Eur., El. 498).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Weak
См. также в других словарях:
μάλιστα — very indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάλιστα — (AM μάλιστα) (βεβαιωτικό μόριο) 1. ναι, βέβαια, ως απάντηση που δηλώνει κατάφαση, συμφωνία, επιδοκιμασία (α. «διάβασες; Μάλιστα» β. «δῆλον ὅτι τῶν χρηστῶν, ὡς ἕοικας εἶ. Μάλιστα», Αριστοφ.) 2. προπάντων, ιδιαίτερα, κατ εξοχήν (α. «είναι πολύ… … Dictionary of Greek
μάλιστα — επίρρ. βεβ. 1. ναι, βέβαια. 2. κιόλας, ιδιαίτερα, επιπλέον: Με υποδέχτηκε άσχημα, στο τέλος μάλιστα με έδιωξε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τὶ μάλιστα ἵππον πιαίνει, ὁποῦ δεσπότου ὀφθαλμός. — τὶ μάλιστα ἵππον πιαίνει, ὁποῦ δεσπότου ὀφθαλμός. См. Хозяйский глаз смотрок! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μάλισθ' — μάλιστα , μάλιστα very indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάλιστ' — μάλιστα , μάλιστα very indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek