-
1 εριπνα
ион. ἐρίπνη - ης ἥ обрывистая скала, обрыв, круча(οὔρειαι ἐρίπναι Eur.; Ἀθωέος = Ἄθως Anth.)
ἐπάλξεων ἐρίπναι Eur. — высоты твердынь
См. также в других словарях:
ἐρίπνα — ἐρίπνᾱ , ἐρίπνη broken cliff fem nom/voc/acc dual ἐρίπνᾱ , ἐρίπνη broken cliff fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίπνᾳ — ἐρίπναι , ἐρίπνη broken cliff fem nom/voc pl ἐρίπνᾱͅ , ἐρίπνη broken cliff fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίπνας — ἐρίπνᾱς , ἐρίπνη broken cliff fem acc pl ἐρίπνᾱς , ἐρίπνη broken cliff fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερίπνη — ἐρίπνη και ἐρίπνα, ἡ (Α) 1. απότομος βράχος, γκρεμός 2. φρ. «ἐπάλξεων ἐρίπναι» τα άκρα τών επάλξεων ή οι πύργοι πάνω από τις επάλξεις (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείπω, με τη μηδενισμένη βαθμίδα (εριπ ) τού θέματος] … Dictionary of Greek
ἐρίπναι — ἐρίπνη broken cliff fem nom/voc pl ἐρίπνᾱͅ , ἐρίπνη broken cliff fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)