-
1 ερωτηματιζω
лог. задавать (наводящие) вопросы(τάττειν καὴ ἐ. ἴδιον τοῦ διαλεκτικοῦ ἐστιν Arst.)
-
2 ἐρωτηματίζω
ἐρωτηματίζω, Arist. top. 8, 1 ff., die zu einem Beweise gehörigen Sätze so ordnen, daß der Dialektiker sie darnach einem Andern in Fragen vorlegen kann.
-
3 ἐρωτηματίζω
ἐρωτηματίζω, die zu einem Beweise gehörigen Sätze so ordnen, daß der Dialektiker sie danach einem andern in Fragen vorlegen kann -
4 ἐρωτηματίζω
A = ἐρωτάω 11.2, Id.Top.155b4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρωτηματίζω
-
5 ερωτηματίσαι
-
6 ἐρωτηματίσαι
-
7 ερωτηματίζειν
-
8 ἐρωτηματίζειν
См. также в других словарях:
ερωτηματίζω — ἐρωτηματίζω (Α) [ερώτημα] ερωτώ, κάνω ερωτήσεις για να προκαλέσω συμπεράσματα από τον αντίπαλό μου … Dictionary of Greek
ἐρωτηματίσαι — ἐρωτηματίζω aor inf act ἐρωτηματίσαῑ , ἐρωτηματίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτηματίζειν — ἐρωτηματίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)