Перевод: со всех языков
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
ἐρρηφόρος/el
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
αρρηφόρος — ἀρρηφόρος, η (Α) κοπέλα που έπαιρνε μέρος στην πομπή των Αρρηφορίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρρηφόρος καθώς και οι σημασιολογικά παράλληλοι τ. ερρηφόρος και ερσηφόρος είναι αβέβαιης ετυμολ. και έχουν γίνει πολλές υποθέσεις για την προέλευσή τους.… … Dictionary of Greek