-
1 εριουργός
-
2 ἐριουργός
-
3 εριουργός
ο1) работник шерстяной промышленности; 2) промышленник, фабрикант шерстяных тканей -
4 ἐριουργός
ἐριουργ-ός, όν,A working in wool, D.C.79.7 : as Subst., wool-worker, Gal.10.11, PRyl.94.14 (i A.D.), Ath.14.618e ; ἡ ἱερὰ φυλὴ τῶν ἐ., at Philadelphia, IGRom.4.1632.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐριουργός
-
5 ἐριουργός
ἐρι-ουργός, in Wolle arbeitend, Wollarbeiter -
6 εριουργόν
ἐριουργόςworking in wool: masc /fem acc sgἐριουργόςworking in wool: neut nom /voc /acc sg -
7 ἐριουργόν
ἐριουργόςworking in wool: masc /fem acc sgἐριουργόςworking in wool: neut nom /voc /acc sg -
8 lanifex
lānifex, icis, m. (lana u. facio), der Wollarbeiter = εριουργός, Gloss. III, 271, 57.
-
9 ἐριο-κόμος
ἐριο-κόμος, ὁ, = ἐριουργός, Sp.
-
10 εριουργοίς
ἐριουργέωwork in wool: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)ἐριουργόςworking in wool: masc /fem /neut dat pl -
11 ἐριουργοῖς
ἐριουργέωwork in wool: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)ἐριουργόςworking in wool: masc /fem /neut dat pl -
12 εριουργού
ἐριουργέωwork in wool: pres imperat mp 2nd sg (attic)ἐριουργέωwork in wool: imperf ind mp 2nd sg (attic)ἐριουργόςworking in wool: masc /fem /neut gen sg -
13 ἐριουργοῦ
ἐριουργέωwork in wool: pres imperat mp 2nd sg (attic)ἐριουργέωwork in wool: imperf ind mp 2nd sg (attic)ἐριουργόςworking in wool: masc /fem /neut gen sg -
14 εριουργοί
-
15 ἐριουργοί
-
16 εριουργούς
-
17 ἐριουργούς
-
18 εριουργώ
-
19 ἐριουργῷ
-
20 εριουργών
ἐριουργέωwork in wool: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ἐριουργόςworking in wool: masc /fem /neut gen pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐριουργός — working in wool masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εριουργός — ο (Α ἐριουργός, όν) ως ουσ. ο τεχνίτης που κατεργάζεται έρια, ο εργάτης εριουργείου («ἠ ἱερὰ φυλή τῶν ἐριουργῶν», επιγρ.) νεοελλ. βιομήχανος ή εργάτης μάλλινων πλεκτών ή υφασμάτων αρχ. ως επίθ. αυτός που κατεργάζεται τα έρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(… … Dictionary of Greek
ἐριουργόν — ἐριουργός working in wool masc/fem acc sg ἐριουργός working in wool neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριουργοί — ἐριουργός working in wool masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριουργούς — ἐριουργός working in wool masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριουργῷ — ἐριουργός working in wool masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
έριο — το (AM ἔριον Α ιων. τ. εἴριον) 1. το τρίχωμα που καλύπτει το δέρμα τών ζώων και ιδιαίτερα τού προβάτου, το μαλλί 2. (κατ’ επέκτ.) το φυτικό έριο, το χνούδι μερικών φυτών που μοιάζει με το ζωικό έριο αρχ. φρ. α. συνεκδ. «ἔριον τῆς ἀράχνης» ο ιστός … Dictionary of Greek
ειροκόμος — εἰροκόμος, ον (Α) εριουργός … Dictionary of Greek
εριοκόμος — ἐριοκόμος, ὁ (Α) αυτός που κατεργάζεται τα έρια, ο εριουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + κόμος (< κομώ)] … Dictionary of Greek
εριουργία — η (AM ἐριουργία) [εριουργός] νεοελλ. βιομηχανία κατεργασίας τού ερίου για παραγωγή μάλλινων υφασμάτων ή ειδών πλεκτικής ή ταπήτων αρχ. η κατεργασία τού ερίου … Dictionary of Greek