-
1 ἐριθηλής
-
2 τηλεθάω
(τηλεθάω), verlängerte Form für ϑάλλω (aus τέϑηλα für ϑηλετάω), nur episch und nur im partic. praes., τηλεϑάων oder τηλεϑόων, reichlich grünend, blühend; mit ἐριϑηλής vrbdn, Il. 17, 55 ἐριϑηλὲς ἔρνος ἐλαίης, καλὸν τηλεϑάον; ἐλαῖαι τηλεϑόωσαι Od. 7, 116. 11, 590; δένδρεα τηλεϑόωντα Od. 7, 114. 13, 196; ὕλη τηλεϑόωσα Iliad. 6, 148 Od. 5, 63; in der Iliad. auch χαίτην τηλεϑόωσαν, volles Haar, 23, 142, u. παῖδας τηλεϑάοντας (wo auch τηλεϑόωντας stehen könnte), 22, 423; wovon strotzen, τινί, H. h. 6, 41.
-
3 ἐρί-θαλλος
ἐρί-θαλλος, üppig sprossend, πρῖνος Simonid. bei Plut. Thes. 17. Vgl. ἐριϑηλής.
См. также в других словарях:
εριθηλής — ἐριθηλής, ές (Α) 1. (για φυτά, κήπους κ.λπ.) αυτός που είναι καταπράσινος, που θάλλει, που έχει πλούσιο καταπράσινο φύλλωμα («δάφνης ἐριθηλέος ὄζον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + θηλής (αντί θαλής) (< θηλώ «θάλλω»)] … Dictionary of Greek
ἐριθηλής — very flourishing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθηλέα — ἐριθηλής very flourishing neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐριθηλής very flourishing masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθηλές — ἐριθηλής very flourishing masc/fem voc sg ἐριθηλής very flourishing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθηλεστάτη — ἐριθηλής very flourishing fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθηλέας — ἐριθηλής very flourishing masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθηλέος — ἐριθηλής very flourishing masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθηλέων — ἐριθηλής very flourishing masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθηλέ' — ἐριθηλέα , ἐριθηλής very flourishing neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐριθηλέα , ἐριθηλής very flourishing masc/fem acc sg (epic ionic) ἐριθηλέϊ , ἐριθηλής very flourishing dat sg (epic) ἐριθηλέε , ἐριθηλής very flourishing masc/fem/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερίθηλος — ἐρίθηλος, ον (Α) ο εριθηλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού εριθηλής] … Dictionary of Greek
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek