-
1 ἐρεύθημα
См. также в других словарях:
ερεύθημα — ἐρεύθημα, τὸ (Α) [ερευθώ] ερύθημα, κοκκινάδα, κοκκινίλα … Dictionary of Greek
ἐρευθημάτων — ἐρεύθημα redness neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευθήματα — ἐρεύθημα redness neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευθήματος — ἐρεύθημα redness neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)