Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ἐργάζομαι

  • 41 и

    и 1
    ουδ.
    άκλ. είναι το δέκατο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου και αντιστοιχεί με την προφορά των ελληνικών «ι».
    и 2
    1. συμπλκ. και• συνδέει ομογενή μέλη της πρότασης, προτάσεις ή και ξεχωριστές λέξεις•

    я работаю и учусь εργάζομαι και σπουδάζω•

    я и ты εγώ και συ•

    отец и мать ο πατέρας και η μητέρα•

    стыд и срам ντροπή και αίσχος•

    был дал сигнал и раздался залп δόθηκε το σύνθημα και ακούστηκε η ομοβροντία.

    2. επιτακτικός (της ακόλουθης λέξης)• ακόμα, όλο και•

    метель становилась сильнее и сильнее η χιονοθύελλα γινόταν όλο και δυνατότερη.

    3. εναντιωματικός• αν και, μολονότι•

    мы и пошли, да нас не пустили αν και πήγαμε, (όμως) δεν μας επέτρεψαν να μπούμε μέσα.

    4 αντιθετικός• όμως, αλλά•

    он обещал прийти и не пришёл αυτός υποσχέθηκε πως θα έρθει, όμως δεν ήρθε ή και δεν ήρθε.

    5. επιτακτικός-εμφαντικός• και•

    и как ты добрался до сюда? και πως κατόρθωσες να φτάσεις ως εδώ;

    6. μόριο• επίσης, το ίδιο•

    и в этом случае экономика играет главную роль κι εδώ η οικονομία παίζει τον κύριο ρολό.

    || ακόμα•

    не хочу и доброй ночи пожелать тебе δε θέλω ακόμα να σου πώ (ευχηθώ) καληνύχτα.

    7. επιφώνημα σε ένδειξη ασυμφωνίας η σε μεγάλο βαθμό• ίιι, πω-πω-πω•

    и-и-и, какой вздор! ίιι τι ανοησία!•

    и-и-и сколько много! πω-πω-πω τι πολλά! ή πολύ!

    Большой русско-греческий словарь > и

  • 42 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 43 касса

    θ.
    1. χρηματοκιβώτιο.
    2. ταμείο•

    сберегательная касса ταμιευτήριο•

    касса взаимопомощи ταμείο αλληλοβοήθειας•

    железнодорожная касса ταμείο εισιτηρίων σιδηροδρόμων•

    театральная касса ταμείο εισιτηρίων θεάτρου•

    заплатить в кассу πληρώνω στο ταμείο•

    3. τα χρήματα του ταμείου•

    проверить -у κάνω έλεγχο του ταμείου.

    4. (τυπγρ.) στοιχειοθήκη.

    Большой русско-греческий словарь > касса

  • 44 кустарничать

    ρ.δ.
    1. χειροτεχνώ, είμαι χειροτέχνης.
    2. μτφ. εργάζομαι με απαρχαιωμένα μέσα παραγωγής• κάνω τι άτεχνα και ακαλαίσθητα.

    Большой русско-греческий словарь > кустарничать

  • 45 моргнуть

    ρ.σ.
    βλ. моргать.
    εκφρ.
    глазом не моргнуть – δε σηκώνω; κεφάλι, εργάζομαι εντατικά•
    не -ув глазом – αδυσκόλευτα• χωρίς πολλή σκέψη•
    не успеть (и) глазом моргнуть – στηι στιγμή, αμέσως, ακαριαία, εν ριπή οφθαλμού.

    Большой русско-греческий словарь > моргнуть

  • 46 над

    κ. надо (πρόθεση με οργν.)1
    1. επί, επάνω, από πάνω, υπεράνω πάνω•

    над городом пролетал самолт πάνω από την πόλη πέταξε αεροπλάνο•

    лампа висит над столом η.λάμπα κρέμεται, πάνω από το τραπέζι•

    над нашими головами πάνω από τα κεφάλια μας.

    2. (επικυριαρχία, σφαίρα όρασης) επί•

    над собой επι του εαυτού μου, στον εαυτό μου•

    диктатура -пролетариатом δικτατορία επι του προλεταριάτου•

    диктатура над буржуазией δικτατορία επί της αστικής τάξης•

    начальник над всеми лечебными заведениями προϊστάμενος -όλων θεραπευτικών ιδρυμάτων.

    || για, διά•

    трудиться над составлением проекта εργάζομαι για την επεξεργασία προσχεδίου.

    || με•

    смеяться кем, чем γελώ με κάποιον, με κάτι.

    || σε, προς•

    насмехаться над кем γελώ σε βάρος κάποιου•

    сжилиться над кем λυπούμαι κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > над

  • 47 натуга

    θ.
    τέντωμα, τεζάρισμα•

    ремень лопнул от -и το λουρί κόπηκε από το τέντωμα.

    || ένταση•

    работать без -и εργάζομαι όχι εντατικά (χαλαρά).

    Большой русско-греческий словарь > натуга

  • 48 недоработать

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. недоработанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. εργάζομαι λιγότερο του κανονικού.
    2. δεν αποτελειώνω, - αποπερατώνω, - επεξεργάζομαι πλήρως, μισοτελειώνω.

    Большой русско-греческий словарь > недоработать

  • 49 отбарабанить

    ρ.σ.
    1. σταματώ την κρούση του τύμπανου.
    2. (μουσ.) παίζω άτεχνα.
    3. απαγγέλλω, μιλώ άσχημα (σα να χτυπά νταούλι).
    4. μτφ. εργάζομαι συνέχεια, ασταμάτητα (όπως χτυπά το τύμπανο).

    Большой русско-греческий словарь > отбарабанить

  • 50 отказать

    -кажу, скажешь
    ρ.σ.
    1. αρνούμαι• απορρίπτω•

    отказать в помощи αρνούμαι τη βοήθεια.

    || (για γάμο) δε δέχομαι, δε συγκατατίθεμαι•

    она отказала ему αυτή του αρνήθηκε να τον παντρευτεί.

    2. στερώ•

    природа -ла ему в зр-нии η φύση του στέρησε την όραση•

    отказать себе в самом необходимом στερούμαι και του πιο απαραίτητου.

    || δεν παραδέχομαι δεν αναγνωρίζω•

    ему нельзя отказать в таланте δεν μπορώ νααρνηθώ το ταλέντο του.

    3. παλ. απολύω, διώχνω αποπέμπω•

    отказать от места, от работы,от службы απολύω από τη θέση, τη δουλειά, την υπηρεσία.

    4. (για μηχανισμούς κ.τ.τ.) σταματώ, δε δουλεύω, δε λειτουργώ. || (για μέλη του σώματος, όργανα κ.τ.τ.) δεν υπακούω ή δεν υποτάσσομαι με εγκαταλείπειπουν•

    ноги -лись τα πόδια δε μου το λένε•

    глаза –ли η όραση με εγκατέλειψε•

    голос -ал πάει η φωνή που είχα κάποτε (με εγκατέλειψε).

    εκφρ.
    не -жите в любезности – έχετε την καλωσύνη, κάνετε μου τη χάρη.
    1. αρνούμαι•

    отказать выполнить просьбу αρνούμαι να εκπληρώσω την παράκληση.

    2. παραιτούμαι από κάτι --от наследства παραιτούμαι από την κληρονομιά. || (για σχέσεις, δεσμούς κ.τ.τ.)• διακόπτω απαρνούμαι•

    все мой родственники -лись от меня όλοι οι συγγενείς μου με απαρνήθηκαν, δε θεωρώ δικό μου•

    отказать от своей подписи αρνούμαι την υπογραφή μου•

    отказать от своих слов αρνούμαι τα λόγια μου.

    || εγκταλείπω παρατώ παραιτούμαι• απαρνούμαι•

    доктора –лись от этого больного οι γιατροί τον αποφάσισαν αυτόν τον άρρωστο•

    отказать от своего намерения παραιτούμαι του σκοπού μου•

    отказать от должности παραιτούμαι από τη θέση•

    отказать от престола παραιτούμαι από το θρόνο.

    3. σταματώ, παύω (να υπηρετώ, να εργάζομαι, να υποτάσσομαι κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    не -жусь(не -лся бы) – δεν αρνούμαι, δε θα αρνιόμουν ευχαρίστως•
    не -жусь выпить стакан чаю – ευχαρίστως θα πιώ ένα ποτήρι τσάι.
    -ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отказанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ. παλ. (για κληρονομιά) αφήνω, εγκαταλείπω κληροδοτώ.

    Большой русско-греческий словарь > отказать

  • 51 переработать

    ρ.σ.μ.
    1. επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι, δουλεύω μετατρέπω, μεταβάλλω•

    переработать лн επεξεργάζομαι το λινάρι.

    || χωνεύω, αφομοιώνω•

    желудок быстро -ал пищу το στομάχι γρήγορα χώνεψε την τροφή.

    2. ξαναδουλεύω, ξαναεπεξεργάζομαι• διορθώνω•

    журналист -ал статью ο δημοσιογράφος ξαναδούλεψε το άρθρο.

    || μτφ. αλλάζω, διαφοροποιώ.
    3. εργάζομαι παραπάνω ή υπερωρίες
    4. παραδουλεύω, καταπονούμαι, υπερκοπιάζω.
    (1, 2 πρόσ. δεν έχει) μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι. || χωνεύω, αφομοιώνομαι, παρακουράζομαι, υπερκοπιάζω, καταπονούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > переработать

  • 52 пока

    επίρ. κ. πρόθ.
    1. για την ώρα, λίγο χρόνο, λίγη ώρα• προσωρινά, προς το παρόν•

    побудь пока здесь μείνε εδώ προς το παρόν•

    я пока подожду για την ώρα θα περιμένω•

    положи то пока в карман βάλε αυτό προσωρινά στη τσέπη•

    пока всё προς το παρόν αυτά, τίποτε άλλο.

    || στο μεταξύ•

    вы посидите, а я пока схожу за водой εσείς καθήστε, στο μεταξύ,εγώ θα πάω για νερό.

    || τώρα, αυτή τη στιγμή•

    через неделю я вам отправлю ещё письмо, а пока пишу наскоро σε μια βδομάδα θα σας στείλω κι άλλο γράμμα, τώρα σας γράφω βιαστικά.

    || μέχρι τώρα•

    сведений пока нет ως τώρα πληροφορίες δεν έχομε•

    пока ещё ждём ως τώρα ακόμα περιμένομε.

    2. ενώ, όταν, τον καιρό που•

    я собирался, поезд ушл όταν εγώ ετοιμαζόμουν, το τρένο έφυγε.

    || εφόσον, καθόσον, όσο•

    пока я спал, шёл дождь όσο εγώ κοιμόμουν, έβρεχε•

    куй железо пока горячо παρμ. δούλευε το σίδερο όσο είναι καυτό•

    пока я здоров, буду работать όσο είμαι γερός θα εργάζομαι.

    || μέχρις (έως) ως ότου; ίσια με που, ώσπου•

    сиди здесь пока я приду κάθησε εδώ, ώσπου να έρθω.

    εκφρ.
    (ну) пока (до свидания)! – (λοιπόν) για την ώρα (χαίρετε)!
    пока что – τώρα, για την ώρα, προς το παρόν•
    я пока что, здоров – για την ώρα, είμαι υγιής.

    Большой русско-греческий словарь > пока

  • 53 поработать

    ρ.σ. εργάζομαι, δουλεύω.

    Большой русско-греческий словарь > поработать

  • 54 портняжничать

    ρ.δ.
    επαγγέλλομαι το ράφτη, εργάζομαι ράφτης, κάνω το ράφτη.

    Большой русско-греческий словарь > портняжничать

  • 55 практика

    θ.
    1. (φιλοσ.) η πρακτική, η πραγματικότητα η ζωή η ύπαρξη.
    2. εφαρμογή στην πράξη, πρακτική, πράξη.
    3. εξάσκηση•

    частная практика ατομική πρακτική εξάσκηση•

    педагогическая практика παιδαγωγικές πρακτικές ασκήσεις•

    заниматься медицинской практикой εργάζομαι γιατρός•

    сочетать теорию с -ой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.

    || πελατεία πείρα•

    врач с большой -ой γιατρός με μεγάλη πελατεία•

    врач с многолетней -ой γιατρός με πολυετή πείρα.

    Большой русско-греческий словарь > практика

  • 56 проворить

    ρ.δ. (απλ.) εργάζομαι σβέλτα. || ετοιμάζω γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > проворить

  • 57 пропотеть

    ρ.σ.
    1. καταϊδρώνω, ιδροκοπώ.
    2. μουσκεύω από τον ιδρώτα.
    3. εργάζομαι εντατικά, ιδρώνω δουλεύοντας (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > пропотеть

  • 58 проработать

    ρ.σ.
    1. εργάζομαι, δουλεύω (για ένα χρον. διάστημα)•

    я -ал на заводе три года εργάστηκα στο εργοστάσιο τρία χρόνια.

    2. μελετώ, ερευνώ επισταμένα.
    3. κριτικάρω αυστηρά ή κακοπροαίρετα.

    Большой русско-греческий словарь > проработать

  • 59 проходить

    ρ.σ.
    1. βαδίζω (για ένα χρον. διάστημα)•

    всё утро я -ил по лесу όλο το πρωί βάδισα στο δάσος.

    2. δουλεύω, εργάζομαι• λειτουργώ•

    часы -ли один день το ρολόιδούλεψε μια μέρα.

    3. (για ενδυμασία, υποδήματα) περνώ (για ένα χρον. διάστημα).
    4. (απλ.) υπηρετώ.
    ρ.δ.
    βλ. пройтись.

    Большой русско-греческий словарь > проходить

  • 60 ремесленничать

    ρ.δ.
    1. ασχολούμαι με βιοτεχνικό επάγγελμα ή εργασία.
    2. μτφ. εργάζομαι ρουτινιέρικα (χωρίς δημιουργική πρωτοβουλία).

    Большой русско-греческий словарь > ремесленничать

См. также в других словарях:

  • εργάζομαι — εργάζομαι, εργάστηκα βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐργάζομαι — work pres ind mp 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εργάζομαι — και εργάζω (AM ἐργάζομαι) 1. απασχολώ τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις στην παραγωγή έργου (α. «εργάζομαι σκληρά» β. «εργάζεται στα χωράφια» γ. «εργάζεται σ’ ένα πρόγραμμα οικονομικής συνεργασίας» δ. «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ… …   Dictionary of Greek

  • εργάζομαι — εργάστηκα 1. δουλεύω γενικά: Εργάζομαι όπου βρω εργασία. 2. ασκώ επάγγελμα, υπηρετώ κάπου: Εργάζομαι στην τράπεζα. 3. κάνω, εκτελώ την τακτική μου εργασία: Τα δημόσια γραφεία δεν εργάζονται σήμερα. 4. μτφ., λειτουργώ: Το πλυντήριο εργάζεται. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰργασμένα — ἐργάζομαι work perf part mp neut nom/voc/acc pl εἰργασμένᾱ , ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc/acc dual εἰργασμένᾱ , ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴργασθε — ἐργάζομαι work plup ind mp 2nd pl ἐργάζομαι work perf imperat mp 2nd pl ἐργάζομαι work perf ind mp 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργασμένα — ἐργάζομαι work perf part mp neut nom/voc/acc pl (ionic) ἐργασμένᾱ , ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc/acc dual (ionic) ἐργασμένᾱ , ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργάζεσθε — ἐργάζομαι work pres imperat mp 2nd pl (attic) ἐργάζομαι work pres ind mp 2nd pl (attic) ἐργάζομαι work imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰργασμέναι — ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc pl εἰργασμένᾱͅ , ἐργάζομαι work perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰργασμένον — ἐργάζομαι work perf part mp masc acc sg ἐργάζομαι work perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰργασμένων — ἐργάζομαι work perf part mp fem gen pl ἐργάζομαι work perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»