-
1 ἐργολήπτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργολήπτης
См. также в других словарях:
εργολήπτης — ο (AM ἐργολήπτης) ο εργολάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργο + λήπτης (< θηλ. ληπ τού μέλλ. λήψομαι τού ρ. λαμβάνω). Πρβλ. και παρα λήπτης, δωρο λήπτης] … Dictionary of Greek