-
1 εργολαβια
ἥ1) принятие заказаπρὸς ἐργολαβίαν Isocr., ἐργολαβίας ἕνεκα Diod. и ἀπ΄ ἐργολαβίας Plut. — по заказу, за плату
2) заработок, доход(αἱ περί τι ἐργολαβίαι Plut.)
-
2 ἐργο-λαβία
ἐργο-λαβία, ἡ, = ἐργολάβεια, so λόγους πρὸς ἔνδειξιν καὶ πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφϑαι, d. i. um Geld zu verdienen, aus Gewinnsucht, Isocr. 5, 25; ἐργολαβίας ἕνεκα D. gie. 2, 29.