-
1 εργασίας
ἐργασίᾱς, ἐργασίαwork: fem acc plἐργασίᾱς, ἐργασίαwork: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ἐργασίας
ἐργασίᾱς, ἐργασίαwork: fem acc plἐργασίᾱς, ἐργασίαwork: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 άδεια εργασίας
дозвола за работаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > άδεια εργασίας
-
4 γεύμα εργασίας
работен ручекГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > γεύμα εργασίας
-
5 θέσεις εργασίας
вработувањаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > θέσεις εργασίας
-
6 κάθε θέση εργασίας
cекое работно меcтоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κάθε θέση εργασίας
-
7 ομάδα εργασίας
работна групаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ομάδα εργασίας
-
8 ομάδα εργασίας
работна групаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ομάδα εργασίας
-
9 труд
трудж1. ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:физический (у́мственный) \труд ἡ χειρωνακτική (ἡ διανοητική) ἐργασία· наемный \труд ἡ μισθωτή ἐργασία· разделение \труда ὁ καταμερισμός τής ἐργασίας· охрана \труда ἡ προστασία τής ἐργασίας· производительность \труда ἡ παραγωγικότητα, ἡ ἀποδοτικότητα τής ἐργασίας· жить своим \трудо́м ζῶ ἀπ' τή δουλειά μου·2. (заботы, хлопоты) ἡ φροντίδα/ ὁ κόπος (старание)/ ἡ προσπάθεια (усилие):с большим \трудо́м μέ μεγάλη προσπάθεια, μέ μεγάλο κόπο· взять на себя \труд κάνω τόν κόπο· не стоит \труда δέν ἀξίζει τόν κόπο·3. (сочинение) τό σύγγραμμα, ἡ μελέτη:нау́чный \труд τό ἐπιστημονικό σύγγραμμα· список печатных \трудов ὁ κατάλογος τῶν ἐργασιών πού δημοσιεύτηκαν. -
10 трудовой
трудов||ойприл ἐργάσιμος, τής ἐργασίας:\трудовой день ἡ ἐργάσιμη μέρα· \трудовой фронт τό μέτωπο τής ἐργασίας· \трудовойая жизнь ἡ ζωή τοῦ δουλευτή· \трудовойые деньги χρήματα πού κερδίζονται μέ τή δουλειά· \трудовойо́е население ὁ ἐργαζόμενος λαός· \трудовойо́е воспитание ἡ ἐργατική διαπαιδαγώγηση· \трудовойа́я дисциплина ἡ ἐργατική πειθαρχία· \трудовойые подвиги τά κατορθώματα τής ἐργασίας· \трудовой подъем ὁ ἐργατικός ἐνθουσιασμός· ◊ \трудовойа́я книжка τό ἐργατικό βιβλιάριο[ν]· \трудовойые резервы οἱ ἐργατικές ἐφεδρείες. -
11 στάση
[-νς (-εως)] η1) забастовка, стачка;στάση εργασίας — кратковременное прекращение работы, кратковременная забастовка;
κατεβαίνω σε στάση εργασίας — устраивать кратковременную забастовку;
κηρύττω στάση εργασίας — объявлять кратковременную забастовку;
2) восстание; мятеж; бунт;3) положение тела, поза;παίρνω στάση — принимать позу;
στάση προσοχής — спорт., воен, стойка; — стойка смирно;
4) позиция, поведение, отношение;κρατώ καλή στάση. — занимать правильную позицию; — поступать правильно;
5) остановка (в разя, знач); стоянка (транспорта); привал (воен. спорт.);κάνω στάση — де- лать остановку;
στάση ολίγων λεπτών — остановка на несколько минут;
τό στράτευμα ευρίσκεται εν στάσει — войско находится на привале;
ωρία ( — или ωριαία) στάσις — привал через каждые пятьдесят минут пути;
6) перен. приостановка, прекращение; неподвижность, застой;στάση πληρωμών — прекращение платежей;
στάση του αίματος — застой крови;
στάση των ουρών — задержка мочи;
7) постоянство, твёрдость;δεν έχει στάση στίς γνώμες του — у него нет постоянства во взглядах
-
12 εργασια
ион. ἐργασίη ἥ1) работа, трудἐ. τῶν τεχνῶν Plat. — профессиональный труд;
ἥ περὴ τέν θάλατταν Plat. и κατὰ θάλατταν ἐ. Dem. — мореплавание, преимущ. морская торговля;τὰς ἐν ὑπαίθρῳ ἐργασίας ἐργάζεσθαι Xen. — трудиться под открытым небом2) обработка(σιδήρου Her.; ἐρίων Plat.)
3) возделывание(γές Arph.)
4) разработка, эксплуатация(τῶν μετάλλων Thuc.)
5) переработка, переваривание(τροφῆς Arst.)
6) выработка, изготовление, производство(ἱματίων, ὑποδημάτων Plat.; τῶν σιτίων Arst.)
7) возбуждение, причинение(τῆς ἡδονῆς Plat.)
8) сооружение, возведение, постройка(τειχῶν Thuc.; οἰκίας Plat.)
9) занятие, ремесло, промысел(ἐργασίαι μισθαρνικαί Arst.)
ἐ. τῆς τραπέζης Dem. — банковское дело, ремесло менялы;κατ΄ ἐργασίην Her. — в целях ремесла (лат. ut quaestum corporis faciat)10) зарабатывание, стяжание, приобретение(χρημάτων Arst.)
ἐργασίας ἕνεκα Dem. — для наживы11) произведение, изделие(χερὸς ἐργασίαι Pind.)
ἥ τετράγωνος ἐ. Thuc. = ἑρμῆς12) доход(αἱ ἐκ τῆς θαλάσσης ἐργασίαι Polyb.; ἥ ἀπὸ μετάλλων ἐ. Plut.)
-
13 герой
герой м 1) ο ήρωας Герой Советского Союза о Ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης Герой Социалистического Труда о Ήρωας της Σοσιαλιστικής Εργασίας 2) (главное дейст вующее лицо) о πρωταγωνιστής* * *м1) ο ήρωαςГеро́й Сове́тского Сою́за — ο Ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης
Геро́й Социалисти́ческого Труда́ — ο Ήρωας της Σοσιαλιστικής Εργασίας
2) ( главное действующее лицо) ο πρωταγωνιστής -
14 месячник
месячник м о μήνας ( κάποιας εργασίας)· \месячник греко-советской дружбы о μήνας έλληνο- σοβιετικής φιλίας* * *мο μήνας (κάποιας εργασίας)ме́сячник гре́ко-росси́йской дру́жбы — ο μήνας έλληνο-ρωσικής φιλίας
-
15 охрана
охрана ж 1) (защита) η προστασία· \охрана труда η προστασία της εργασίας* \охрана окружающей среды η προστασία του περιβάλλοντος 2) (стража ) η φρουρά* * *ж1) ( защита) η προστασίαохра́на труда́ — η προστασία της εργασίας
охра́на окружа́ющей среды́ — η προστασία του περιβάλλοντος
2) ( стража) η φρουρά -
16 передовик
передовик м о πρωτοπόρος· \передовик производства о πρωτοπόρος της εργασίας* * *мο πρωτοπόροςпередови́к произво́дства — ο πρωτοπόρος της εργασίας
-
17 производительность
производительность ж η παραγωγικότητα· \производительность труда η παραγωγικότητα της εργασίας* * *жη παραγωγικότηταпроизводи́тельность труда́ — η παραγωγικότητα της εργασίας
-
18 разделение
разделение с η διαίρεση· ο χωρισμός (разъединение)' \разделение труда η κατανομή της εργασίας* * *сη διαίρεση; ο χωρισμός ( разъединение)разделе́ние труда́ — η κατανομή της εργασίας
-
19 рационализатор
-
20 рационализация
рационализация ж η ορθολογιστική οργάνωση της εργασίας, η βελτίωση της παραγωγής* * *жη ορθολογιστική οργάνωση της εργασίας, η βελτίωση της παραγωγής
См. также в других словарях:
ἐργασίας — ἐργασίᾱς , ἐργασία work fem acc pl ἐργασίᾱς , ἐργασία work fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διεθνές Γραφείο Εργασίας — (ΔΓΕ). Οργανισμός που υπάγεται στη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ). Πρόκειται για ανεξάρτητο, ειδικευμένο διεθνή οργανισμό που συνεργάζεται με τον ΟΗΕ. Ο οργανισμός αυτός είναι δημιούργημα της Συνθήκης των Βερσαλιών και αποβλέπει στην εναρμόνιση… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek
μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… … Dictionary of Greek
παραγωγικότητα — Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
συνδικάτα — Σωματεία των εργαζόμενων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, χειρωνακτική ή διανοητική, σε οποιοδήποτε παραγωγικό τομέα, και έχουν σκοπό την προστασία των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων, ατομικών και συλλογικών, των μελών τους. Η δράση… … Dictionary of Greek
παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek