-
1 ἐραστεύω
ἐραστεύω, = ἐράω, τινός, Aesch. Prom. 895.
См. также в других словарях:
εραστεύω — ἐραστεύω (Α) [εραστής] έχω έρωτα, πόθο, επιθυμία για κάτι («ἐραστεῡσαι γάμων», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
ἐραστεῦσαι — ἐραστεύω aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)