-
1 αγγελία
ἀγγελίᾱ, ἀγγελίαmessage: fem nom /voc /acc dualἀγγελίᾱ, ἀγγελίαmessage: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀγγελίαι, ἀγγελίαmessage: fem nom /voc plἀγγελίᾱͅ, ἀγγελίαmessage: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀγγελία
ἀγγελία (-ας, -ᾳ, -αν; -αι, -αις.)a message, news, announcementμιν ἀγγελίαις Εὐρυσθέος ἔντὐ ἀνάγκα πατρόθεν O. 3.28
ξείνων δ' εὖ πρασσόντων ἔσαναν αὐτίκ ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν ἐσλοί O. 4.5
παντᾷ ἀγγελίαν πέμψω ταύταν O. 9.25
ἔλθ, Ἀχοῖ, πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἀγγελίαν O. 14.21
φέρων μέλος ἔρχομαι ἀγγελίαν τετραορίας P. 2.4
τὰν πολύκοινον ἀνδέξατ' ἀγγελίαν P. 2.41
“ νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστος ἥρως” P. 8.50 “ ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι.” I. 8.41 ]πικρο[τά]ταν κλάγεν ἀγγε[λία]ν ζαμενε[ (supp. Lobel.) fr. 169. 34.b conveying of newsαὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279
c pro pers. TidingsἙρμᾶ δὲ θυγατρὸς ἀκούσαις Ἰφίων Ἀγγελίας O. 8.82
-
3 ἀγγελία
A message, tidings, as well the substance as the conveyance thereof, Il.18.17, Od.2.30, etc.;ἀ. λέγουσα τάδε Hdt.2.114
; ἀγγελίην φάτο, ἀπόφασθε, ἀπέειπε, Il.18.17, 9.422, 7.416;φέρειν 15.174
;πέμπειν Hdt.2.114
;ἐσπέμπειν 3.69
;τὰς ἀ. ἐσφέρειν 1.114
, 3.77:- ἐμὴ ἀ. a report of me, concerning me, Il.19.337; ἀ. τινός a message about a person or thing, ἀγγελίην πατρὸς φέρει ἐρχομένοιο news of thy father's coming, Od.1.408; ἀνέρος αἴθονος ἀ. S.Aj. 222;ἀ. τῆς Χίου ἀφικνεῖται Th.8.15
;ἦλθε ἀ. τῶν πόλεων ὅτι ἀφεστᾶσι Id.1.61
:ἀ. ἦλθον ἐκ τῶν πολεμίων X.Cyr.6.2.14
; with Verbs of motion,ἀγγελίην ἐλθεῖν Il.11.140
: [dialect] Ep. in gen.,τευ ἀγγελίης.. ἤλυθες Il.13.252
;ἀγγελίης οἴχνεσκε 15.640
; ἤλυθε σεῦ ἕνεκ' ἀγγελίης (i.e. ἀγγελίης σοῦ ἕνεκα) 3.206;ἀγγελίης πωλεῖται Hes.Th. 781
:—wrongly expl. by Sch.Il., Apollon.Lex. as a masc. Subst. ἀγγελίης.2 announcement, proclamation, Pi.P.2.4: command, order, h.Cer.448, Pi.O.3.28, cf. Od.5.150, 7.263.3 Ἀ. personified as daughter of Hermes, Pi. O.8.82.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγγελία
-
4 ἀγγελία
ἀγγελία, ας, ἡ (Hom. et al.; LXX).① message (Jos., Ant. 17, 332, Vi. 380; TestNapht 2:1) gener. ἀ. ἀγαθή (Pr 12:25; 25:25) good news Hv 3, 13, 2; of the gospel 1J 1:5, with content indicated by a ὅτι-clause.② instruction, directive to love one’s fellow-members in Christ 3:11, w. ἵνα foll.—DELG s.v. ἄγγελος. M-M. TW. -
5 ἀγγελία
Βλ. λ. αγγελία -
6 ἀγγελίᾳ
Βλ. λ. αγγελία -
7 ἀγγελία
-ας + ἡ N 1 0-3-6-3-1=13 1 Sm 4,19; 2 Sm 4,4; 2 Kgs 19,7; Is 28,9; 37,7message, tidings, news, reportCf. LARCHER 1984 371(Wis 5,9); →TWNT -
8 ἀγγελιαφορέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγγελιαφορέω
-
9 ἀγγελιαφόρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγγελιαφόρος
-
10 αγγελίας
ἀγγελίᾱς, ἀγγελίαmessage: fem acc plἀγγελίᾱς, ἀγγελίαmessage: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ἀγγελίας
ἀγγελίᾱς, ἀγγελίαmessage: fem acc plἀγγελίᾱς, ἀγγελίαmessage: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 αγγελίαι
ἀγγελίαmessage: fem nom /voc plἀγγελίᾱͅ, ἀγγελίαmessage: fem dat sg (attic doric aeolic) -
13 ἀγγελίαι
ἀγγελίαmessage: fem nom /voc plἀγγελίᾱͅ, ἀγγελίαmessage: fem dat sg (attic doric aeolic) -
14 αγγελιάων
-
15 ἀγγελιάων
-
16 αγγελίαν
-
17 ἀγγελίαν
-
18 αγγελίη
ἀγγελίαmessage: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ἀγγελίαmessage: fem dat sg (epic ionic) -
19 αγγελιαφόροι
-
20 ἀγγελιαφόροι
См. также в других словарях:
ἀγγελία — ἀγγελίᾱ , ἀγγελία message fem nom/voc/acc dual ἀγγελίᾱ , ἀγγελία message fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελίᾳ — ἀγγελίαι , ἀγγελία message fem nom/voc pl ἀγγελίᾱͅ , ἀγγελία message fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγγελία — η 1. είδηση, πληροφορία, μαντάτο: Δέχτηκε ψύχραιμα την αγγελία της αποτυχίας του στις εξετάσεις. 2. διαφήμιση με τον τύπο: Το σπίτι το νοίκιασε γρήγορα με αγγελία στις εφημερίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγελία — Η μετάδοση μιας είδησης ή πληροφορίας. Ειδοποίηση με την οποία γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό κάποιο πράγμα ή γεγονός, όπως π.χ. ότι κάποιος θέλει να προσλάβει υπάλληλο ή να πουλήσει ένα οικόπεδο ή να βρει δουλειά είτε ότι διαθέτει κάποιο… … Dictionary of Greek
ἀγγελίας — ἀγγελίᾱς , ἀγγελία message fem acc pl ἀγγελίᾱς , ἀγγελία message fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελίαι — ἀγγελία message fem nom/voc pl ἀγγελίᾱͅ , ἀγγελία message fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελιάων — ἀγγελιά̱ων , ἀγγελία message fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελίαν — ἀγγελίᾱν , ἀγγελία message fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελιαφόροι — ἀγγελιᾱφόροι , ἀγγελιαφόρος messenger masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελιαφόροις — ἀγγελιᾱφόροις , ἀγγελιαφόρος messenger masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελιαφόρον — ἀγγελιᾱφόρον , ἀγγελιαφόρος messenger masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)