-
21 σκανδαληθρον
σκανδάληθρα ἐπῶν Arph. — словесные ловушки
-
22 στεργω
(fut. στέρξω, aor. ἔστερξα, pf. ἔστοργα; pass.: aor. ἐστέρχθην, pf. ἔστεργμαι)1) любить(τὸν πατέρα Eur.; τὰ βρέφη Xen.; τέν ἀλήθειαν Plat.)
λόγοις δ΄ ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην Soph. — не нравится, мне подруга, которая любит лишь на словах;στέργει γὰρ οὐδεὴς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν Soph. — никому ведь не по душе тот, кто приносит дурные вести2) терпеть, переносить, уступать, соглашаться(στέρξω καὴ σιωπήσομαι Dem.)
σ. τὰ παρεόντα Her. — мириться с обстоятельствами;τέν Διὸς τυραννίδα σ. Aesch. — признавать власть Зевса;στέργε τέν γυναῖκα Soph. — будь терпима к этой женщине;σ. ἀνάγκη τοῖσι σοῖς Eur. — приходится подчиниться твоим желаниям;ἐν μικροῖς σ. Eur. — довольствоваться малым;στέργουσιν εἴκοντες ταῖς ὑμετέραις γνώσεσιν Dem. — они охотно подчиняются вашим мнениям;οὐκ ἔστεργέ σοι ὅμοιος εἶναι τῆς τύχης τ΄ ἴσον φέρειν Eur. — он не пожелал уподобиться тебе и разделить (твою) участь;στέρξον, ἱκετεύω! Soph. — послушайся, умоляю (тебя)!3) просить, молить(τὸν Ἀπόλλω Soph.)
-
23 συνθεσις
- εως ἥ1) соединение, складывание(τῶν μορίων Arst.)
2) сочленение(ὀστῶν Arst.)
3) сочетание, связь(ἁρμονία ἢ ἄλλη τι σ. Plat.)
γραμμάτων συνθέσεις Aesch. — буквосочетания, т.е. искусство письма;ὀνομάτων σ. Arst. — словосочетание4) сочинение, слагание(τῶν μέτρων Arst.; τῶν ἐπῶν Diod.):
5) связывание, синтез6) составление, приготовление(φαρμάκων Diod.)
ἥ τῶν στρωμάτων σ. Plat. — изготовление ковров7) мат. сложение Plut.8) условие, соглашениеἐκ συνθέσεως Diod. — согласно условию;
συνθέσεις περὴ γάμων Plut. — брачный договор -
24 συσκεδαννυμι
-
25 χρυσος
ὅ (один раз у Pind. ῠ) тж. перен. золотоχ. ἄπεφθος Her. — очищенное золото;
χ. λευκός Her. — белое золото, т.е. сплав золота и серебра;χ. κοῖλος Luc. — золотая посуда;ἐν χρυσῷ πίνειν Luc. — пить из золотых чаш;χρυσὸν περιχεύειν τινί Hom. — покрывать что-л. слоем золота;χρυσὸν ἔδυνε περὴ χροΐ Hom. — он надел золотые доспехи;χ. ἐπῶν Arph. — золотые слова, т.е. радостные вести;ὥστε χρυσὸν ἀποδεῖξαι Ῥωμαίοις τὰ τοῦ πολέμου κακά Plut. — (действия Цинны и Мария были таковы), что (даже) бедствия войны показались римлянам сладкими
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπῶν — ἔπος vácas neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπών — ἔπειμι 1 sum pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕπων — ἕπομαι pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NOMI — Graece Νόμοι, in Poesi, carmina dicuntur; versibus enim constabant Νόμοι κιθαρώδικοὶ et Νόμοι ἀυλητικοὶ. Hinc, qui eorum auctores fuêre, Poetas exstitisse certum est. Plut. de Music. Ὅτι δὲ οἱ Κιθαρωδικοὶ νόμοι οἱ πάλαι, ἐξ ἐπῶν συνίςαντο,… … Hofmann J. Lexicon universale
RHAPSODI — Graece Ρ῾αψῳδοὶ, dicebantur olim, qui epica carmina Homeri vel Hesiodi, ἐπὶ ῥάβδῳ pronuntiabant, Lauream enim hi virgam tenentes ea solebant decantare: non tamen proprerea sic dicti, quasi Ρ῾αβδῳδοὶ. Nam antequam mos ille τοῦ ῥαψῳδεῖν aliena… … Hofmann J. Lexicon universale
δίγαμμα — To έκτο γράμμα (F) του φοινικικού αλφάβητου, το οποίο ονομάστηκε έτσι από το σχήμα του που μοιάζει με διπλό κεφαλαίο Γ και προφερόταν βαυ, γιατί παρίστανε έναν φθόγγο σαν το σημερινό Β ή σαν μισό ου. Οι Έλληνες, μαζί με τα άλλα γράμματα του… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
μάνλιχερ — και μάλινχερ, το τύπος οπισθογεμούς επαναληπτικού όπλου με ευρύτατη στρατιωτική χρήση στο παρελθόν, που πήρε την ονομασία του από το επών. τού κατασκευαστή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το επών. τού Αυστριακού εφευρέτη F. Mannlicher, που τό κατασκεύασε] … Dictionary of Greek
ομηρικός — ή, ό (Α ὁμηρικός, ή, όν) [Όμηρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο («ομηρικά έπη») 2. αυτός που απαντά στην ποίηση τού Ομήρου ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο τού Ομήρου (α. «ομηρικοί ήρωες» β. «τῶν νεωτέρων καινοτομούντων...… … Dictionary of Greek
ομηριστής — ο (Α ὁμηριστής) [ομηρίζω] 1. αυτός που μιμείται τον Όμηρο ή αυτός που απαγγέλλει τα ομηρικά έπη, ραψωδός 2. αυτός που ασχολείται με την ομηρική ποίηση νεοελλ. ειδικός μελετητής τών ομηρικών επών και τού ομηρικού ζητήματος αρχ. 1. (για υποκριτή… … Dictionary of Greek
Minuscule 9 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 9 Text Gospels Date 1167 Script Greek … Wikipedia