-
1 επωδός
-
2 ἐπῳδός
-
3 ἐπῳδός
b Subst., enchanter,ἐ. καὶ γόης E.Hipp. 1038
(butγόης ἐ. Ba. 234
): c. gen., a charm for or against, ; ἐ. τῶν τοιούτων one to charm away such fears, Pl.Phd. 78a.c c. dat., assisting, profitable,ἐ. γίγνεσθαι νέοις πρὸς ἀρετήν Id.Lg. 671a
;δυσπραξίᾳ ληφθεὶς ἐ. ἐστι τῷ πειρωμένῳ Trag.Adesp.364.4
.2 [voice] Pass., sung to music,φωναί Plu.2.622d
; fit for singing,ποιητικὴν ἐ. παρέχειν S.E.M.6.16
.II in Metre, as Subst.,1 ἐπῳδός, ἡ, Sch.metr. Pi.O.4 (ὁ, Gal.UP17.3, dub. in D.H.Comp.19), epode, part of a lyric ode sung after the strophe and antistrophe, ib.26, Gal. l.c., Sch.metr. Pi.l.c., etc.2 ἐπῳδός, ὁ, verse or passage returning at intervals, in Alcaics and Sapphics, D.H.Comp.19 ; chorus, burden, refrain, Ph. 1.312 : metaph., ὁ κοινὸς ἁπάσης ἀδολεσχίας ἐ. the 'old story', Plu.2.507e. -
4 επωδός
refrainΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επωδός
-
5 επωδόν
-
6 ἐπῳδόν
-
7 επωιδόν
-
8 ἐπωιδόν
-
9 επωδοίς
-
10 ἐπῳδοῖς
-
11 επωδού
-
12 ἐπῳδοῦ
-
13 επωδοί
-
14 ἐπῳδοί
-
15 επωδούς
-
16 ἐπῳδούς
-
17 επωδώ
-
18 ἐπῳδῷ
-
19 επωδών
-
20 ἐπῳδῶν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπῳδός — singing to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επωδός — Ο όρος στην αρχαία χορική ποίηση σήμαινε την τελευταία περίοδο της τριάδας (στροφή, αντιστροφή, ε.), την οποία οι ηθοποιοί τραγουδούσαν όρθιοι. Στην κλασική μετρική, ε. ονομάστηκε ο δεύτερος και πιο σύντομος στίχος της δίστιχης στροφής και ύστερα … Dictionary of Greek
επωδός — η στίχος ή ολόκληρη στροφή που ξαναγυρίζει συχνά σε κάποιο ποίημα ή τραγούδι και επαναλαμβάνεται σε διαφορετικό ρυθμό ύστερα από μία ή περισσότερες στροφές, το γύρισμα, το τσάκισμα, το ρεφρέν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπωιδόν — ἐπῳδός singing to masc/fem acc sg ἐπῳδός singing to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπῳδόν — ἐπῳδός singing to masc/fem acc sg ἐπῳδός singing to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωιδοῦ — ἐπῳδός singing to masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωιδούς — ἐπῳδός singing to masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωιδός — ἐπῳδός singing to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπῳδοῖς — ἐπῳδός singing to masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπῳδοί — ἐπῳδός singing to masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπῳδοῦ — ἐπῳδός singing to masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)