-
1 επαγωγη
ἥ1) привоз, доставка(τῶν ἐπιτηδείων Thuc.)
2) (sc. τῆς τροφῆς) поглощение пищи(ἀναπνοέ καὴ ἐ. Arst.)
3) приведение4) привлечение (на свою сторону, на помощь)(τῶν Ἀθηναίων Thuc.)
αἱ ἐπαγωγαί (sc. ξυμμαχίας) Thuc. — способы привлечения к себе союзников5) наступление, нападение(αἱ ἐπὴ τοὺς ἐναντίους ἐπαγωγαί Polyb.)
6) заманивание (в ловушку), западня(τοῖς ἐχθροῖς Luc.)
7) вызывание подземных божеств, заклинание(ἐπαγωγαὴ ἢ ἐπῳδαί Plat.)
8) лог. (умо)заключение от частного к общему, индукция(ἥ ἐ. ἥ ἀπὸ τῶν καθ΄ ἕκαστα ἐπὴ τὰ καθόλου ἔφοδός, sc. ἐστιν Arst.)
-
2 παραρτημα
См. также в других словарях:
ἐπῳδαί — ἐπῳδή song sung to fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Abaris — der Hyperboreer (griechisch Ἀβάρις Ὑπερβορέος) war nach der antiken griechischen Überlieferung ein legendärer apollinischer Reinigungspriester, der unterschiedlichen Angaben gemäß entweder im 8., 7. oder 6. Jh. v. Chr. gelebt haben soll. Über ihn … Deutsch Wikipedia
CONSECRATIO Magica — multo olim in usu apud Romanos: apud quos mos fuit Imperatoribus, ut sacrificiis certis locis factis aut carminibus dictis vel statuis positis, Barbarorum in solum Romanum ingressum et transitum, areri posse putarent. Cuiusinodi consecratione,… … Hofmann J. Lexicon universale
αγύρτης — Απατεώνας, ψεύτης, τσαρλατάνος, κομπογιαννίτης· αυτός που δεν έχει επάγγελμα και μόνιμη κατοικία, γυρίζει από μέρος σε μέρος και με τα λόγια, διάφορα γιατρικά και φίλτρα εξαπατά τους αφελείς και τους απλοϊκούς. Οι α., από το ρήμα αγείρω (= μαζεύω … Dictionary of Greek
ευκταίος — α, ο (ΑΜ εὐκταῑος, α, ον) 1. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος και επιθυμεί να γίνει, ο επιθυμητός, ο ποθητός (α. «ευκταία η συνεργασία τών κομμάτων» β. «γάμος γάρ... εὐκταῑον κακόν», Μέν.) 2. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος να αποκτήσει («Ἅιδου … Dictionary of Greek
μαγγάνευμα — το (AM μαγγάνευμα) [μαγγανεύω] μαγγανεία, απάτη, αγυρτεία, μαγεία («τὰ ἡμέτερα γράμματα καὶ μαγγανεύματα καὶ ἐπῳδαί», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
ούτε — (ΑΜ οὔτε) (αρνητικό επίρρ. και συμπλεκτικός σύνδ. συν. διπλός ή πολλαπλός ο οποίος συνδέει παρατακτικά αρνητικές προτ. ή έννοιες) και όχι, και δεν (α. «ούτε πήγα, ούτε τηλεφώνησα» β. «οὔτε γὰρ ἵνα ἡ γένεσις μὴ ἐπιλείπῃ», Αριστοτ. γ. «οὔτε τι… … Dictionary of Greek