Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐπί-προσθε(ν)

  • 1 To

    prep.
    P. and V. πρός (acc.), ἐπ (acc.).
    Straight to. Ar. and P. εὐθύ (gen.), V. εὐθύς (gen.).
    Into: P. and V. εἰς (acc.), ἐς (acc.).
    Towards: P. and V. ἐπ (gen.).
    To (a person): P. and V. πρός (acc.), παρ (acc.), ὡς (acc.) (Eur., El. 409; Hec. 993).
    To the sound of: P. and V. πό (gen.).
    In addition to: P. and V. πρός (dat.), ἐπ (dat.).
    In comparison with: P. and V. πρός (acc.).
    In preference to: P. and V. πρό (gen.), V. πρόσθε (gen.), προς (gen.).
    To and fro, up and down: P. and V. νω κτω, νω τε καὶ κτω.
    Backwards and forwards: V. πλιν τε καὶ πρόσω (Eur., Hec. 958).
    On this side and on that: V. ἐκεῖσε κἀκεῖσε, κἀκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > To

См. также в других словарях:

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • epi, opi, pi —     epi, opi, pi     English meaning: at, by     Deutsche Übersetzung: “nahe hinzu, auf darauf, auf hin”, zeitlich “in addition, darauf, örtlich “hinter, after” (also “bei etwas herunter”? so partly die Gmc. forms)     Note: (also with lengthened …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω …   Dictionary of Greek

  • εξαιτώ — (AM ἐξαιτῶ, έω) μέσ. ἐξαιτοῡμαι ζητώ παρακλητικά να μού δοθεί κάτι («δὸς πᾱσιν ἡμῑν ὥσπερ ἐξαιτούμεθα», Σοφ.) αρχ. 1. ζητώ ή απαιτώ κάτι 2. ζητώ σε γάμο 3. αξιώνω την παράδοση κάποιου, κυρίως δούλου, για βασανισμό ή ανάκριση με βασανιστήρια… …   Dictionary of Greek

  • ταχύς — εία, ύ / ταχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, η, ο, υπερθ. ταχύτατος, η, ο και τάχιστος, η, ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, έρα, ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, άτη, ον και τάχιστος, ίστη, ον, ΜΑ, και αττ. τ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»