1 επιτηκτα
(φιλεῖν Anth.)
Древнегреческо-русский словарь > επιτηκτα
ἐπίτηκτα — ἐπίτηκτος overlaid with gold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)