-
1 καταγω
1) вести вниз, сводить(τινὰ εἰς Ἀΐδαο Hom.; τινὰ εἰς Ἅιδου δόμους Eur.)
; вести в подземное царство(ψυχάς Hom.)
2) свозить вниз3) вести, отводить, отправлять(ἵππους ἐπι νῆας Hom.; ἐπι θάλατταν τὸ στράτευμα Xen.; τινὰ εἰς Καισάρειαν NT.)
4) приводить, относить (волной)(τινὰ Κρήτηνδε Hom.)
νέες καταχθεῖσαι ἐς τὰς Ἀφετάς Her. — корабли, введенные в Афетский порт;κ. τὰ πλοῖα ἐπὴ τέν γῆν NT. — вытащить суда на берег5) med. приходить, прибывать, заходить(ἐπ΄ ἀκτῆς νηΐ Hom.; παρά τινι Xen.; Σίγειον Soph.; ἐξ Ἐρετρίας εἴς Μαραθῶνα Plat.; εἰς λιμένα Plut.)
6) возвращать(τινα, sc. φεύγοντα Thuc.; τοὺς φυγάδας οἴκαδε Xen.)
7) приносить с собой, привозить домой(χρυσὸν ἐκ πολέμου Plut.; θρίαμβον καὴ νίκην τῇ πατριδι Polyb.)
8) med. возвращаться(ἐπὴ τὸ στρατόπεδον Xen.)
9) перен. возвращать, восстанавливать(τυραννίδας εἰς τὰς πόλεις Her.; εἰρήνην εἰς τὰς πατρίδας Polyb.)
10) перен. приводить, ставить, ввергать11) отводить вниз, оттягивать книзу(μολυβδὴς δίκτυον κατῆγε Soph.)
12) вытягивать нить, прястьξαίνειν καὴ κ. καὴ κερκίζειν Plat. — чесать (шерсть), прясть и ткать;
κ. λόγον Plat. — вести речь, рассуждать13) ( о родословной) выводить, вести(γένος ἀπό τινος Plut.)
τὰ στέμματα κατάγεται εἰς τὸν Νουμᾶν Plut. — родословная возводится к Нуме14) понижатьκάταγε (sc. βοάν) Eur. — говори тише
-
2 διανεμω
(fut. διανεμῶ, aor. διένειμα)1) разделять, распределять, раздавать(τινί τι Arph., Plat., Plut. и τι ἐπί τι Plat.; τὰς ἀρχὰς κατ΄ ἀξίαν Arst.)
δ. μέρη и κατὰ μέρη Plat. — делить на части;med. — делить или распределять между собой (τέν ἀρχήν Plat.; τὰ δημόσια Arst.; τέν χώραν καὴ τὰς πόλεις πρὸς ἀλλήλους Plut.)2) управлять, править(ἄστυ Pind.)
-
3 ξυντεινω
1) натягивать, стягивать(τὰ νεῦρα Plat.)
2) волновать, смущать(τὰς ψυχὰς ῥήμασι Plat.)
3) перен. подтягивать, усиливать, ускорять(δρόμημα κυνῶν Eur.)
σ. ἑαυτόν Plat. — подтягивать себя, напрягать свои силы;σ. ποδὸς ὁρμήν Eur. — ускорять шаг;στερρὰν παιδείαν σ. Eur. — обрекать (кого-л.) на суровое детство;γνώμῃ συντεταμένῃ Xen. — с напряжением душевных сил4) устремлять, направлять, побуждать(τὰς πόλεις ἐπὴ πόλεμον Plat.; συντετάσθαι πρὸς τὸ μέλλον ταῖς φροντίσιν Plut.)
πάντα σ. εἴς τι Plat. — направлять все свои усилия на что-л.5) напрягать свои усилия, стараться Plat.6) торопиться, спешить(εἰς ἄστυ δρόμῳ Plut.)
7) направляться, стремиться, устремляться(εἴς, ἐπί и πρός τι Isocr., Plat., Arst., Dem.)
σ. ποιεῖν τι Eur. — замышлять сделать что-л.8) усиливаться, возрастать(συντείνοντος τοῦ κακοῦ Plut.)
-
4 συντεινω
1) натягивать, стягивать(τὰ νεῦρα Plat.)
2) волновать, смущать(τὰς ψυχὰς ῥήμασι Plat.)
3) перен. подтягивать, усиливать, ускорять(δρόμημα κυνῶν Eur.)
σ. ἑαυτόν Plat. — подтягивать себя, напрягать свои силы;σ. ποδὸς ὁρμήν Eur. — ускорять шаг;στερρὰν παιδείαν σ. Eur. — обрекать (кого-л.) на суровое детство;γνώμῃ συντεταμένῃ Xen. — с напряжением душевных сил4) устремлять, направлять, побуждать(τὰς πόλεις ἐπὴ πόλεμον Plat.; συντετάσθαι πρὸς τὸ μέλλον ταῖς φροντίσιν Plut.)
πάντα σ. εἴς τι Plat. — направлять все свои усилия на что-л.5) напрягать свои усилия, стараться Plat.6) торопиться, спешить(εἰς ἄστυ δρόμῳ Plut.)
7) направляться, стремиться, устремляться(εἴς, ἐπί и πρός τι Isocr., Plat., Arst., Dem.)
σ. ποιεῖν τι Eur. — замышлять сделать что-л.8) усиливаться, возрастать(συντείνοντος τοῦ κακοῦ Plut.)
-
5 επικωμαζω
1) врываться шумной толпой, шумно вторгаться(ἐπί τινα Arph.; τινί Men.; εἰς τὰς ἂλλας πόλεις Plat.; ἐπὴ τέν οἰκίαν τινός Plut.)
2) pass. подвергаться оскорблениям(ἐ. καὴ παροινεῖσθαι Plut.)
См. также в других словарях:
CALATIA — urbs Campaniae, Gaiatzo Leandro. Silius. l. 8. v. 543. Nec parvis aberat Callatia muris. Oppidani Calatini, liv. l. 22. c. 61. et l. 26. c. 33. Coloniam huc deduxisse C. Iulium Caesarem auctor est Appian. Alex. Unde Cicer. ad Att. l. 16. Ep. 8.… … Hofmann J. Lexicon universale
TURRITA — cognomen Mariae Magdalenae, apud Hieronym. Ep. 16. ad Principiam, Qui si recordetur tres Marias stantes ante crucem, Mariamque proprie Magdalenam, quae ob sedulitatem et ardorem sidei, Turritae nomen accepit. et prima ante Apostolos Christum… … Hofmann J. Lexicon universale
BRIGANTIO — A Claudio Ptolemaeo, in Alpibus Cottiis, quas cum ceteris Alpibus Italiae attribuit, ponuntur Segusiam, quorum urbes Segusium, et Brigantium: Σεγουςιανοὶ, ὧν πόλεις Σεγούςιον καὶ Βριγάντιον. Ubi forsitan legendum est Σεγουςίων καὶ Βριγαντίων,… … Hofmann J. Lexicon universale
επιγράφω — (AM ἐπιγράφω) 1. χαράσσω επιγραφή («καὶ ἐπέγραψαν ὀνομαστὶ τὰς πόλεις [ἐπὶ τρίποδος]», Θουκ.) 2. δίνω τίτλο σε ένα κείμενο («Ἰλιάδα ἐπέγραψε τῷ ποιήματι») 3. υπογράφω ή επικυρώνω˙|| μσν. 1. φέρω επιγραφή 2. συγγράφω 3. αποφασίζω αρχ. 1. ξύνω… … Dictionary of Greek
επιληίς — ἐπιληΐς, ἡ (Α) λάφυρο πολέμου («ἐπιληΐδας... ἔχοιεν τὰς πόλεις», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ληΐς «λεία»] … Dictionary of Greek
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… … Dictionary of Greek
παρέξειμι — Α [έξειμι (Ι)] 1. βαδίζω παραπλεύρως, προχωρώ κοντά σε κάποιον κατά μήκος («παρὰ τὰς πόλεις παρεξιόντες ἐβόων ἐπὶ τήν Ρώμην πορεύεσθαι») 2. προχωρώ, προσπερνώ («παρεξιόντες δ ἄλλος ἄλλοθεν... ἐξηύδων τάδε», Ευρ.) 3. (για ποταμό) ρέω κοντά σε πόλη … Dictionary of Greek
ωφέλιμος — η, ο / ὠφέλιμος, ον, ΝΜΑ, θηλ. σπαν. και ίμη, ΜΑ 1.αυτός που ωφελεί, επωφελής, χρήσιμος (α. «η άθληση είναι ωφέλιμη για το σώμα» β. «τὸ καλὸν ἔργον ἀγαθόν τε καὶ ὠφέλιμον», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το ωφέλιμο ωφέλεια, χρησιμότητα (α. «τί το… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español