Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐπὶ+πλεῖστον

  • 1 Most

    adj.
    P. and V. πλεῖστος.
    Make the most of, turn to account: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Exaggerate: P. ἐπὶ τὸ μεῖζον δεινοῦν; see Exaggerate.
    For the most part: see Mostly.
    Most people: P. and V. οἱ πολλοί.
    ——————
    adv.
    P. and V. μλιστα, πλεῖστον.
    To form superlatives: P. and V. μλιστα.
    At most: P. ἐπὶ πλεῖστον.
    To buy for a drachma at most: P. εἰ πάνυ πολλοῦ δραχμῆς... πρίασθαι (Plat., Ap. 26D).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Most

  • 2 Attain

    v. trans.
    Reach: P. and V. φικνεῖσθαι (εἰς, acc., or V. acc. alone), εἰσαφικνεῖσθαι (εἰς, acc., or V. acc. alone), Ar. and V. ἱκνεῖσθαι (εἰς, acc., or acc. alone), V. ἐξικνεῖσθαι (εἰς, acc., or acc. alone); see Reach.
    Have attained, have reached: P. and V. ἥκειν (εἰς, acc., or V. acc. alone); see Reach.
    Attain an object: P. and V. ἐξικνεῖσθαι (gen. or acc.), τυγχνειν (gen.), ἐφάπτεσθαι (gen.), P. ἐφικνεῖσθαι (gen.); see also Acquire, Accomplish, Gain.
    Those in Sicily attained to the greatest power: P. οἱ ἐν Σικελίᾳ ἐπὶ πλεῖστον ἐχώρησαν δυνάμεως (Thuc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Attain

  • 3 Early

    adj.
    In the morning: P. and V. ἑωθινός (Eur., Rhes. 771, and Soph., frag.), V. ἑῷος, Ar. and P. ὄρθριος.
    Premature: P. and V. ἄωρος.
    Of crops, etc.: Ar. πρῷος.
    It is early: P. πρῴ ἐστι.
    Belonging to former times: P. and V. ἀρχαῖος, παλαιός, V. παλαίφατος, Ar. and V. παλαιγενής.
    From the earliest times: P. ἐκ τοῦ ἐπὶ πλεῖστον (Thuc. 1, 2), ἐκ παλαιτάτου (Thuc. 1, 18).
    Earlier, former: P. and V. πρότερος.
    ——————
    adv.
    In the morning: Ar. and P. πρῴ, ἕωθεν, ἐξ ἑωθινοῦ.
    In the year: Ar. and P. πρῴ.
    Prematurely: P. and V. πρῴ.
    So early: P. τηνικάδε.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Early

  • 4 Push

    v. trans.
    P. and V. ὠθεῖν.
    Pushing (me) into the mud: P. ῥαξάντες εἰς τὸν βόρβορον (Dem. 1259).
    Jostle: Ar. ὠστίζεσθαι (dat.).
    Hurry on: P. and V. σπεύδειν, ἐπισπεύδειν.
    Importune: P. and V. λιπαρεῖν (Plat.); see Press.
    Absol., force one's way: P. βιάζεσθαι.
    Wishing to push their present success to the uttermost: P. βουλόμενοι τῇ παρούσῃ τύχῃ ὡς ἐπὶ πλεῖστον ἐπεξελθεῖν (Thuc. 4, 14).
    He who pushes to extremes his success in war: P. ὁ ἐν πολέμῳ εὐτυχίᾳ πλεονάζων (Thuc. 1, 120).
    Push oneself into: Ar. and P. εἰσδεσθαι εἰς (acc.).
    Push away: P. and V. πωθεῖν, διωθεῖσθαι, V. ἐξαπωθεῖν.
    Push back: P. and V. πωθεῖν, διωθεῖσθαι; see Repulse.
    Push forward, (as leader, etc.): P. προτάσσειν.
    Offer: P. and V. προτείνειν; see thrust forward; v. intrans.: P. and V. ἐπείγεσθαι; see advance, hurry. Push on, v. intrans.: use hurry, advance.
    Push off, v. trans.: see push away.
    In nautical sense: P. and V. παίρειν; see put out.
    Push over: P. and V. καταβάλλειν.
    ——————
    subs.
    P. ὠθισμός, ὁ.
    Violence: P. and V. βία, ἡ.
    met., energy, zeal: P. and V. σπουδή, ἡ, προθυμία, ἡ.
    Effrontery: P. and V. θρσος, τό, ναίδεια, ἡ, ὕβρις, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Push

  • 5 большииство

    большииств||о
    с ἡ πλειοψηφία, ἡ πλει-ονότης, ἡ πλειονοψηφία:
    \большииство голосов ἡ πλειοψηφία; абсолютное \большииство ἡ ἀπόλυτη πλειοψηφία; в \большииствое слу́чаев τίς περισσότερες φορές, ὡς ἐπί τό πλείστον.

    Русско-новогреческий словарь > большииство

  • 6 больший

    больш||ий
    прил (сравнит, ст. от большой) μεγαλύτερος; ◊ по \большийей части, \большийей частью а) ὡς ἐπί τό πλείστον, б) πολύ συχνά (чаще всего); самое \большийее τό πολύ πολύ.

    Русско-новогреческий словарь > больший

  • 7 часть

    част||ь
    ж
    1. (доля целого) τό μέρος, τό τμήμσ, τό μερίδιο[ν], τό κομμάτι[ον], ἡ μερίδα [-ίς]:
    \часть вдания τό μέρος τοῦ κτιρίου· \частьи тела τά μέρη τοῦ σώματος· \частьи машины τά μέρη τής μηχανής· запасные \частьи τά ἀνταλλακτικά· большая \часть τό μεγαλύτερο μέρος· меньшая \часть τό μικρότερο μέρος, τό μικρότερο μερίδιο· составная \часть τό ὁργανικό μέρος· \частьи света οἱ πέντε ήπειροι· \часть публики ἕνα μέρος τοῦ κοινοῦ· роман в трех \частьях τό μυθιστόρημα σέ τρία μέρη· казенная \часть (оружия) τό ούραϊον ὀπλου· выплата \частья́ми πληρωμή σέ δόσεις· по \частья́м σέ δόσεις· рвать на \частьи прям., перен κάνω κομμάτια·
    2. (отдел) τό τμήμα, ὁ τομέας:
    санитарная \часть τό τμήμα ὑγειονομικής ὑπηρεσίας· пожарная \часть ὁ πυροσβεστικός σταθμός· учебная \часть τό ἐκπαιδευτικό τμήμα·
    3. воен. ἡ μονάδα, τό τμήμα:
    воинская \часть ἡ μονάδα στρατοῦ· пехотные \частьи τά τμήματα πεζικοὔ· танковые \частьи τά τμήματα ἀρμάτων μάχης· передовые \частьи οἱ προφυλακές, τά τμήματα τής πρώτης γραμμής· ◊ материальная \часть ὁ ὁπλισμός· \частьи речи грам. τά μέρη τσῦ λόγου· это не по моей (его) \частьи разг αὐτό δέν εἶναι τής ἀρμοδιότητας μου (του)· по большей \частьи, большей \частьыо ὡς ἐπί τό πλείστον разрываться на \частьи́ γίνομαι χίλια κομμάτια

    Русско-новогреческий словарь > часть

  • 8 for the most part

    (mostly: For the most part, the passengers on the ship were Swedes.) ως επί το πλείστον

    English-Greek dictionary > for the most part

  • 9 in general

    (usually; in most cases; most of (a group of people etc): People in general were not very sympathetic; People were in general not very sympathetic.) γενικά, ως επί το πλείστον

    English-Greek dictionary > in general

  • 10 largely

    adverb (mainly; to a great extent: This success was largely due to her efforts; Our methods have been largely successful.) σε μεγάλο βαθμό, ως επί το πλείστον

    English-Greek dictionary > largely

  • 11 mostly

    adverb (to the greatest degree or extent, or for most of the time; mainly: The air we breathe is mostly nitrogen and oxygen; Mostly I go to the library rather than buy books.) βασικά,ως επί το πλείστον,τις πιο πολλές φορές

    English-Greek dictionary > mostly

  • 12 большинство

    ουδ.
    πλειοψηφία, πλειονοψηφία, πλειονότητα•

    большинство голосов η πλειοψηφία των ψήφων•

    подавляющее большинство καταπληκτική ή τεράστια πλειοψηφία•

    абсолютное большинство απόλυτη πλειοψηφία•

    в -е случаев ως επί το πολύ (το πλείστον), τις περισσότερες φορές (περιπτώσεις).

    Большой русско-греческий словарь > большинство

См. также в других словарях:

  • πλείστος — η, ο / πλεῑστος, η, ον, ΝΜΑ (υπερθετικό τού επιθ. πολύς) 1. πάρα πολύς, κυρίως ως προς τον αριθμό ή ως προς την ποσότητα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλείστοι οι περισσότεροι, ο μεγαλύτερος αριθμός («καὶ οἱ μὲν ψιλοὶ οἱ πλεῑστοι εὐθὺς ἐχώρουν»,… …   Dictionary of Greek

  • μέλλον — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Πολιτική εφημερίδα της Ζακύνθου. Εκδιδόταν την περίοδο 1849 51. 2. Πολιτική εφημερίδα της Αθήνας. Εκδιδόταν την περίοδο 1863 77. 3. Εβδομαδιαία εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1898 από τον Δημ. Σφαέλο στη… …   Dictionary of Greek

  • παρατροχάζω — Α (μτγν. ποιητ. τ. τού παρατρέχω) 1. περνώ τρέχοντας, ξεπερνώ κάποιον («παῑδα παρετρόχασα», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. αντιπαρέρχομαι, αφήνω κάποιον απαρατήρητο («πάρις τήνδε παρετρόχασε», Ανθ. Παλ.) 3. τρέχω παραπλεύρως, δίπλα 4. (με δοτ. προσ.) τρέχω… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… …   Dictionary of Greek

  • Λιθουανία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλτική χερσόνησο. Συνορεύει Β με τη Λετονία, Α και Ν με τη Λευκορωσία, ΝΔ με την Πολωνία, Δ με τη Ρωσία, ενώ στα ΒΔ βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα.Η Λ. είναι ένα από τα κράτη της Bαλτικής. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • Υεμένη — Η Yεμένη βρίσκεται στο νότιο άκρο της Aραβικής Xερσονήσου. Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Oι πρώτοι μουσουλμάνοι που ζούσαν γύρω από τη… …   Dictionary of Greek

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

  • Λοφότεν — (Lofoten). Νησιωτικό σύμπλεγμα (1.227 τ. χλμ.) της Νορβηγίας, στον Ατλαντικό ωκεανό (Νορβηγική θάλασσα). Βρίσκεται ανοιχτά από τις βορειοδυτικές ακτές της χώρας και ΝΔ των νησιών Βεστερόλεν, μεταξύ 67° και 68° βόρειου πλάτους και 11° και 15°… …   Dictionary of Greek

  • ՅՈԼՈՎԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 2 0366 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 9c, 10c, 12c ա. πλείων, ον, πλεῖστος, πολύς, ἰκανός plus, plures, plurimus, satis δαψιλέστερος largior. Բազմագոյն. շատ եւս. առաւելագոյն. երկարագոյն. *Գտան… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»