-
1 διαφερω
(fut. διοίσω, aor. 1 διήνεγκα - ион. διήνεικα, aor. 2 διήνεγκον: aor. pass. διηνέχθην)1) носить в разные стороны(σκῆπτρα Eur.; καθάπερ ἐν κλύδωνι Plut.)
ἐπὴ λεπτοῦ ναυαγίου διαφέρεσθαι Plut. — носиться (по морю) на тонком обломке разбитого корабля2) разносить, раскладывать, распределять3) переносить, переводитьἔστησαν ὀρθαὴ καὴ διήνεγκαν κόρας Eur. — они встали и огляделись вокруг4) разносить, распространять(κηρύγματα Eur.; ἀγγελίας Luc.; φήμη τις διηνέχθη περί τινος Plut.)
— широко прославлять (τινά Pind.)5) разбрасывать, рассеиватьφυγῇ διαφέρεσθαι δι΄ ἀλλήλων Plut. — разбегаться в разные стороны
6) носить, вынашивать(γαστρὸς ὄγκον Eur.)
διενέγκασα καὴ τεκοῦσα Xen. — выносившая и родившая (ребенка)7) перевозить, доставлять8) вносить, подавать(ψῆφον Eur., Xen., Aeschin., Dem., Plut.)
ψῆφον φανερὰν διενεγκεῖν Thuc. — открыто проголосовать9) переносить, терпеть, сносить(ῥᾷστά τι Soph.; ἀργῶς τέν φυγήν Plut.)
10) ( о времени) вести, проводить(τὸν αἰῶνα Hom.)
θεοὺς σέβων βίον διήνεγκε Eur. — он прожил свою жизнь благочестиво;δ. τὸν πόλεμον Her. — вести затяжную войну (ср. 12);τέν νύκτα κλαίων διήνεγκε Plut. — он провел ночь в слезах11) существовать, жить12) вести до конца, заканчиватьπόλεμον διενείκας Her. — закончив войну (ср. 10)
13) переворачивать, опрокидывать(πάντ΄ ἄνω τε καὴ κάτω Eur.)
14) волновать, смущать, тревожить(διαλγές ἄτα διαφέρει τὸν αἴτιον Aesch.; δ. τὰς ψυχὰς πράγμασι καὴ φροντίσι Plut.): pass. волноваться, колебаться
πολλὰ διενεχθεὴς τῇ γνώμῃ (тж. τῷ λογισμῷ и τοῖς λογισμοῖς) Plut. — долго не зная, какое принять решение15) отличаться, разниться(τινί τινος Plat.)
δ. τινός Eur., Xen., Arph., τινί Xen., Plat., τι, πρός τι и κατά τι Arst., εἴς τι Xen. и ἔν τινι Xen., Dem.; — отличаться чем-л. (в чём)-л.;16) выгодно отличаться, превосходить(τινός τι Aeschin., Luc., τινά τινι Polyb., Diod., τινί τινος Plut., τινί Thuc., Aeschin., Polyb., Plut., εἴς τι Xen., Plat., ἐπί τινι Xen., ἔν τινι Isocr., πρός τι Aeschin. и κατά τι Xen.)
ἱμάτια διαφέροντα Plat. — отличные одежды;πολὺ διέφερεν ἀλέξασθαι ἢ μάχεσθαι Xen. — было гораздо выгоднее вести оборону, чем принять открытый бой;πεπραχέναι διαφέρον τι Polyb. — совершить нечто особенное, отличиться17) med. (aor. διηνέχθην)(тж. δ. ταῖς γνώμαις Polyb.) расходиться во мнениях (ἀλλήλοις Plat. и πρὸς ἀλλήλους Lys., Polyb.; περί τινος Her., Arph., Plat., ἀμφί τινος и ἔν τινι Xen.)
τὰ διαφέροντα Thuc. — спорные вопросы18) преимущ. impers. быть важным, иметь значение(τοῦτο διέφερε τοῖς Θηβαίοις Polyb.)
τὰ διαφέροντα (πράγματα) Thuc., Lys., Isae., Plut.; — важные вопросы;ἰδίᾳ τι αὐτῷ διαφέρει Thuc. — это представляет для него личный интерес;οὔ τί οἱ διέφερε ἀποθανέειν Her. — он относился равнодушно к смерти -
2 επιφλεγω
1) сжигать, жечь(νεκρόν Hom.; πάντα Her.; πόλιν Thuc.; χώραν Plut.)
2) перен. воспламенять, зажигать, воодушевлять(σάλπιγξ πάντ΄ ἐκεῖν΄ ἐπέφλεγεν Aesch.)
; тж. med.-pass. воспламеняться, вспыхивать(ἐπιφλέγεται τὰ περὴ τὰ στήθη Arst.; ἔρως ἐπέφλεγε Plut.)
3) приводить в восторг, увлекать(πόθῳ τέν Ἑλλάδα Plut.)
4) делать известным, прославлять(πόλιν ἀοιδαῖς Pind.)
5) гореть как жар, пылать (о ἥλιος ἐπιφλέγει Luc.)6) перен. блистать, сиять(δόξα τινὸς ἐπιφλέγει Pind.)
-
3 ευχομαι
(impf. ηὐχόμην и εὐχόμην, fut. εὔξομαι, aor. ηὐξάμην и εὐξάμην, pf. εὖγμαι ppf. ηὔγμην и εὔγμην)1) (тж. εὔ. εὐχάς Aeschin., Dem.) обращаться с мольбой, молиться(τοῖς θεοῖς Thuc., Dem.; πρὸς τοὺς θεούς Aeschin.)
εὐ. τοῖς θεοῖς ἀγαθὰ ὑπέρ τινος Xen. — просить у богов счастья для кого-л.;εὐ. θάνατον φυγεῖν Hom. — молиться об избавлении от смерти;ἐμοὴ μετρίως ηὖκται Plat. — за себя я молился достаточно2) культ. давать обет, обещать(ἱερεῖόν τῳ θεῶν Arph.; τῷ Ἀπόλλωνι θεωρίαν ἀπάξειν εἰς Δῆλον Plat.; εὐ. θεοῖς καθ΄ ἑκατόμβης Plut.)
3) выражать пожелание, (горячо) желать(πολλὰ ἀγαθά τινι Plat.; μεῖζον κακόν τινι Lys.; δεινόν τι κατά τινος Luc.)
4) страстно желать, хотеть(εὔ. καὴ διώκειν τι Arst.)
5) выжидать(ἡμέραν γενέσθαι NT.)
6) гордиться, горделиво объявлять(ταύτης γενεῆς εὔ. εἶναι Hom.)
ἐκ Κρητάων γένος εὔχομαι Hom. — я горд тем, что происхожу с Крита7) хвалиться, хвастатьсяοὕτω εὔχεται, οὕνεκ΄ Ἀχιλλεὺς νηυσὴν ἔπι μένει Hom. — (Гектор) хвалится потому, что Ахилл бездействует у кораблей
8) (клятвенно) заявлять, уверятьεὔχετο πάντ΄ ἀποδοῦναι Hom. — он клялся, что вернул все
9) объявлятьἱκέτης τοι εὔχομαι εἶναι Hom. — я объявляю себя твоим просителем, т.е. я прошу твоей защиты
См. также в других словарях:
επικωμάζω — ἐπικωμάζω (Α) [επίκωμος] 1. περιφέρομαι στους δρόμους μαζί με άλλους κωμαστές τραγουδώντας και διασκεδάζοντας 2. ορμώ κάπου με συνοδεία άλλων κωμαστών («ὅτε δὲ τῶν νεωτέρων αἴσθοιτό τινας συνευωχουμένους ὅπου δήποτε,... παρεῑν ἐπικωμάζων», Πολ.)… … Dictionary of Greek
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
επιθέτω — και μέσ. επιτίθεμαι (AM ἐπιτίθημι και μέσ. ἐπιτίθεμαι) 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, εφαρμόζω 2. βάζω κάτι στην κορυφή 3. μέσ. επιτίθεμαι εφορμώ, κάνω επίθεση εναντίον κάποιου νεοελλ. μέσ. αντιτίθεμαι, ελέγχω με σφοδρότητα κάποιον… … Dictionary of Greek
PERJURIUM — quanto in horrore fuerit Atheniensibus, vel hinc videre est, quod, sicut virum bonum indigitare volentes, eum vocârunt ἔυορκον, i. e. iuratae fidei tenacem, Hesiod. in ἔργ. v. 188. Οὐδέ τις ἐυόρκου χάρις ἔςςεται οὔτε δικαίου. Et Aristophanes… … Hofmann J. Lexicon universale
SCOLIUM — Graece Σκολιὸν, subintellige μέλος, genus Carminis apud Graecos convivalis. Quamvis enim Socrates apud Platonem in Protagora, Musicae usum in conviviis improber illamque Euripides funeribus magis convenire, ad luctum mitigandum, asserat, tamen et … Hofmann J. Lexicon universale
διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… … Dictionary of Greek
επευθύνω — ἐπευθύνω (Α) 1. οδηγώ σ ένα σημείο («ἐπευθύνειν γὰρ οὐχ ἱκανὴ τὸ σῶμα διὰ τὴν βραχύτητα» [για λαγωνικό], Ξεν.) 2. διευθύνω, διοικώ («πολίσματα πύργινα πάντ ἐπηύθυνον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ευθύνω «κατευθύνω»] … Dictionary of Greek
επικεύθω — ἐπικεύθω (Α) (πάντ. με άρν.) κρύβω, κρατώ μυστικό («τῷ τοι... ἐρέω ἔπος, ούδ’ ἐπικεύσω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεύθω «καλύπτω, αποκρύπτω»] … Dictionary of Greek
επισφαλής — ές (Α ἐπισφαλής) 1. αυτός που κινδυνεύει να πέσει, που υπόκειται σε πτώση, αβέβαιος, ασταθής (α. «η θέση τής κυβέρνησης είναι επισφαλής» β. «τὰ μεγάλα πάντ’ ἐπισφαλῆ», Πλάτ.) 2. (για κτίσματα) σαθρός, ετοιμόρροπος αρχ. 1. αυτός που ενέχει… … Dictionary of Greek