-
1 επιβατευω
1) ( о пассажирах или воинах) находиться на судне, плавать(ἐπὴ νεώς Her.; ἐπὴ νηΐ Plat. и νεώς Luc.)
2) досл. опираться, перен. основываться(τούτου τοῦ ῥήματος Her.)
3) всходить, садиться (словно на корабль)(τινί Arph.)
4) захватывать, завладевать(Συρίας Plut.; τῶν βασιλείων τινός Luc.)
5) обманом присваивать себе(τοῦ Σμέρδιος οὐνόματος Her.)
-
2 επιβαθρα
ἥ1) лестницаἐ. τῆς νεώς Diod. — сходни, мостки
2) средство достижения, доступ, подступ (sc. εἰς τέν Ἀσίαν Polyb.; τῆς Ἑλλάδος Plut.) -
3 επιβαινω
(fut. ἐπιβήσομαι, aor. ἐπέβην, pf. ἐπιβέβηκα; для перех. значений: fut. ἐπιβήσω, aor. ἐπέβησα)1) входить, вступать(γαίης Λωτοφάγων Hom.; Σπαρτιάτιδος χθονός Eur.; γῆν καὴ ἔθνος Her.; γῆς Arst.; τῶν ἱερῶν Lys., Plat.)
ἐ. τῶν οὔρων Her. и τῶν ὅρων τῆς χώρας Plat. — переступать пределы, нарушать границы страны2) (на)ступать(τοῖς ποσίν Arst. и τῷ ποδί Plut.)
ἐ. τὸν δεξιὸν πόδα τινί Luc. — наступить правой ногой на что-л.;ἐ. ῥυθμῷ πρὸς αὐλόν Plut. — двигаться в такт звукам свирели3) вторгаться(τῆς Λακωνικῆς ἐπὴ πολέμῳ Xen.; Αἰγύπτου τε καὴ Λιβύης Plat.; ἐπὴ τέν ἱερὰν χώραν Dem.; τῇ ικελίᾳ и εἰς Βοιωτίαν Diod.)
4) в(о)сходить, подниматься, взбираться(πύργων Hom.; τείχεος, ἀντίπυργον πέτραν Eur.; ταῖς ἀλλήλων ναυσίν Thuc.)
5) подниматься, т.е. ложиться(εὐνῆς Hom.; λέκτρων Aesch.; λεχέων Eur.)
ἐπιβὰς πυρῆς Hom. — будучи возложен на костер6) подниматься, т.е. садиться(ἵππων, δίφρου Hom.; νῶθ΄ ἵππων Hes.; νεῶν Hom., Eur.; τεθρίππων Eur.; ἐπὴ νεώς Her.; ἐπὴ τῶν ἵππων Plut.)
7) доходить, достигать(πόληος Hom.; ἄχρι Μιλήτου Luc.; εἰς τὸν Ὠκεανόν Plut.; τετταράκοντα ἐτῶν Plat.)
8) достигать, обретать(ἐϋφροσύνης Hom.; τιμῆς Hes.; δόξης Soph.; σοφίας Plat.)
ἀναιδείης ἐ. Hom. — стать бессовестным9) восставать(τῷ Ἀσσυρίῳ Xen.; τοῖς ἀρίστοις Plut.)
10) ( о животных) покрывать(τὸ и ἐπὴ τὸ θῆλυ Arst.; ταῖς ἵπποις Luc.)
11) ( о несчастьях) обрушиваться, поражать(τινά, τι и πρός τινα Soph.)
12) сажать, приказывать сесть(τινὰ ἵππων Hom.)
13) приводить(τινὰ πάτρης Hom.; ψαμάθων Λὐλίδος Eur.; ἀρχαίας εὐαμερίας Pind.)
ἐϋκλείης ἐ. Hom. — возвеличивать славой, прославлять;ἐ. τινὰ ἀοιδῆς Hes. — обучить кого-л. пению14) выводить, уводить15) класть, укладывать(τινὰ τῆς σοροῦ Luc.)
-
4 επιβητωρ
См. также в других словарях:
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
περίνεως — ων, Α 1. αυτός που δεν εκτελεί καμιά εργασία στο πλοίο, ο επιβάτης 2. στον πληθ. οἱ περίνεῳ οι επί πλέον ναύτες, οι εφεδρικοί 3. κάθε περιττό σκεύος στο πλοίο 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίνεων καθεμιά από τις πλευρές τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * … Dictionary of Greek
OLEA — I. OLEA Minervae inventrici, apud Poetas, sacra: iuxta illud Virg. l. 1. Georg. v. 18. Oleaeque Minerva Inventrix: Olympionicarum frontes cinxit, secundum quosdam, vide supra Cotinus: pacisque, nec non duritiei emollitae, agriculturae,… … Hofmann J. Lexicon universale
φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
ARGO — navis in qua Iason cum 54. Heroibus Thessalis Colchos navigavit. Denominis ratione variant Ecymologi. Sententiae eorum ad sex classes revocari possunt. Primo Nonnullis dicta videtur ab Architecti, cuius nomen Argos: de quo Val. Flacc. l. 1. v. 93 … Hofmann J. Lexicon universale
MONATOR — Hesychio μονάτωρ, κέλης, ἵππος καὶ ἱππαςτὴς, καὶ εἶδος νεὼς καὶ μονάτωρ, celes, equus et eques, et navigii species et monator; Sic enim Latini e Graeco dixerunt equum singularem et αζευκτον, aliter simplum, in veteri Epigramm. de Circo. Lunae… … Hofmann J. Lexicon universale
PAPYRACEAE Naves — quibus ex papyro textis in Nilo utebantur, occurrunt apud Plin. l. 13. c. 11. Ex ipso quidem papyro navigia texunt: at e libro vela tegetesque, nec non et vestem, etiam stragula et funes. Et Theophrastum, ubi de papyro, Καὶ γὰρ πλοῖα ποιοῦςιν ἐζ… … Hofmann J. Lexicon universale
ίλεως — ἵλεως, ων (ΑΜ, Α και ἵλαος και ἵλεος, ον και αιολ. τ. ἴλλαος, ον) (για τον θεό) εύσπλαγχνος, πολυέλεος («καὶ ἵλεως, ἵλεως, γενοῡ ἡμῑν, Δέσποτα, ἐπὶ ταῑς ἁμαρτίαις ἡμῶν») αρχ. 1. (για θεούς) ευμενής («ἵλαος Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῑν») 2. (για… … Dictionary of Greek