Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐπὶ+μακρόν

  • 1 долго

    долго
    нареч γιά πολύ (καιρό), ἐπί πολύ, ἐπί μακρόν χρόνον, πολλή ὠρα:
    это дело \долго тянется αὐτή ἡ δουλειά τραβά σέ μάκρος, αὐτή ἡ δουλειά παρατραβάει· ◊ \долго ли до беды τό κακό δέν ἀργεῖ νά ἔρθει.

    Русско-новогреческий словарь > долго

  • 2 надолго

    επίρ.
    για (επί) πολύ καιρό, επί μακρόν μακριά•

    дело надолго затянулось η υπόθεση τράβηξε μακριά•

    это не надолго αυτό δεν είναι για πολύ ή δεν πάει πολύ•

    надолго ли για πολύ καιρό;

    Большой русско-греческий словарь > надолго

  • 3 подолгу

    επιρ. χρονικό• για πολύ, επί πολύ, επί μακρόν.

    Большой русско-греческий словарь > подолгу

  • 4 продолжительностьый

    продолжительность||ый
    прил παρατεταμένος, μακρύς, ἐξακολουθητικός:
    \продолжительностьыйое отсу́тствие ἡ μακρόχρονη ἀπουσία· \продолжительностьыйое время πολύ καιρό, ἐπί μακρόν.

    Русско-новогреческий словарь > продолжительностьый

  • 5 for hours

    (for a very long time: We waited for hours for the train.) για ώρες,επί μακρόν

    English-Greek dictionary > for hours

  • 6 время

    -мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.
    1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•

    московское время ώρα Μόσχας•

    время обеда ώρα φαγητού•

    сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•

    время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•

    в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•

    время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•

    долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•

    в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•

    потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•

    мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•

    не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•

    выиграть время κερδίζω χρόνο•

    провести время περνώ τον καιρό•

    время покажет ο χρόνος θα δείξει•

    время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•

    в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•

    новые -на νέοι καιροί•

    во время войны τον καιρό του πολέμου•

    на некоторое время για λίγο καιρό•

    свободное время ο ελεύθερος χρόνος.

    2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•

    ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•

    довдливое время βροχερός καιρός•

    зимнее время χειμώνας-καιρός.

    3. εποχή•

    с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•

    -на года οι εποχές του έτους.

    4. (φιλοσ.) ο χρόνος•

    пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.

    5. (γραμμ.) χρόνος•

    настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•

    будущее время μέλλοντας χρόνος•

    прошедшее время παρελθονταςχρόνος.

    εκφρ.
    во время оноπαλ. κάποτε•
    во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•
    в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•
    в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•
    в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•
    до -ни ή до поры до –ниπαλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•
    до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•
    ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•
    на время – προσωρινά•
    со -ем – με τον καιρό•
    все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•
    одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•
    раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•
    самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•
    тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•
    от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•
    в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•
    с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > время

  • 7 долгий

    επ., βρ: долог, долга, долго; дольше κ. долее.
    1. μακρός, μακρύς, παρατεταμένος• μακρόχρονος•

    долгий путь μακρινός δρόμος•

    -взгляд παρατεταμένη ματιά•

    -ие аплодисменты παρατεταμένα χειροκροτήματα•

    -ая разлука μακρόχρονος χωρισμός.

    2. (γλωσ.) μακρόχρονος•

    долгий гласный μακρόχρονο φωνήεντο•

    долгий слог μακρόχρονη συλλαβή.

    εκφρ.
    - ие годы – πολλά χρόνια, επί μακρόν (χρονικόν διάστημα)•
    - ая песня – μακριά ανιαρή ιστορία•
    на -их – (μεσημ, ουσ.) παλ. ταξιδεύω μακριά με τα ίδια άλογα (χωρίς αντικατάσταση αυτών)•
    отложить на -ящик – βάζω στο χρονοντούλαπο.

    Большой русско-греческий словарь > долгий

  • 8 долго

    επίρ.
    πολύ (χρόνο), επί μακρόν χοό-νον, πολύν καιρό, πολλή ώρα• μακρώς, παρατεταμένα• διεξοδικά•

    долго пришлось ждать χρειάστηκε πολύ να περιμένω•

    долго жить ζω πολλά χρόνια, μακροημερεύω•

    он долго болел αυτός ήταν πολύν καιρό άρρωστος•

    за долго до πολύν (καιρό) πριν•

    это дело долго тянется αυτή η υπόθεση πολύ τραβάει (τραινάρει)•

    мы разговаривали долго εμείς μιλούσαμε πολύ ώρα.

    εκφρ.
    долго ли, коротко ли – αργά ή γρήγορα• άγνωστο πόσον καιρό, πολύ-λίγο καιρό•
    долго ли до греха ή до беды – δεν αργεί να συμβεί το•
    иаио• как долго – πόσον• καιρό.

    Большой русско-греческий словарь > долго

  • 9 настучать

    -чу, -чишь
    ρ.σ.
    1. βλ. настукать (1, 2 σημ.).
    2. χτυπώ θορυβώ.
    χτυπώ πολύ ή επι μακρόν.

    Большой русско-греческий словарь > настучать

  • 10 ненадолго

    επίρ.
    όχι επί μακρόν για λίγο χρόνο•

    ушл ненадолго έφυγε για λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > ненадолго

  • 11 распивать

    ρ.δ.μ.
    1. βλ. распить.
    2. πίνω επί μακρόν και από λίγο-λίγο.
    πίνω με παρέα ή από λίγο-λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > распивать

  • 12 долгий

    долг||ий
    прил
    1. μακρύς, μακρός:
    \долгийое молчание ἡ μακρά σιωπή· \долгийая жизнь ἡ μακρόχρονη ζωή· \долгийая зима ὁ μεγάλος χειμώνας· \долгийое время γιά πολύ καιρό, ἐπί πολύ·
    2. лингв.:
    \долгий гласный τό μακρόν φωνήεν \долгий слог ἡ μακρά συλλαβή· ◊ откладывать дело в \долгий ящик разг ἀναβάλλω κάποια ὑπόθεση ἐπ' ἀπειρον (или ἐπ' ἀόριστον)· это \долгийая песия разг εἶναι βαρετή ὑπόθεση.

    Русско-новогреческий словарь > долгий

См. также в других словарях:

  • μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή …   Dictionary of Greek

  • δην — δήν (δωρ. τ.) δάν ή δοάν επίρρ. (Α) 1. επί μακρό χρόνο, επί πολύ 2. προ πολλού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δην, όπως εξάλλου και η αντίθετη της πλην (με αμάρτ. σημασία «κοντά», πρβλ. πλησίον), είναι η αιτιατική ενός ονόματος με ρίζα *δFā < ΙΕ *dwā… …   Dictionary of Greek

  • θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… …   Dictionary of Greek

  • Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… …   Dictionary of Greek

  • αμβολογήρα — ἀμβολογήρα, η (Α) αυτή που αναβάλλει τα γηρατιά, που διατηρεί επί μακρόν τη νεότητα (επωνυμία τής Αφροδίτης στην αρχ. Σπάρτη). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβολὴ + γῆρας το πρόθημα ἀμβ χαρακτηριστικό ποιητικών λ., αντί τού ἀναβ ] …   Dictionary of Greek

  • δηρός — δηρός, ά, όν και δωρ. τ. δαρός (Α) 1. μακρός, μακράς διάρκειας 2. (το ουδ. ως επίρρ.) δηρόν και δαρόν πάρα πολύ, για πολύν καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFa ros. Η ρίζα *δFā «μακριά, επί μακρόν» απαντά και στο επίρρ. δην*. Η λ. δηρός αντιστοιχεί… …   Dictionary of Greek

  • Βερολίνο — (Βerlin). Πόλη (3.392.900 κάτ. το 1999) της βορειοανατολικής Γερμανίας, πρωτεύουσα της Γερμανικής Ομοσπονδίας (από το 1871 έως το 1945, και ξανά από το 1990, μετά την ένωση των δύο Γερμανιών και των αντίστοιχων τμημάτων του Β., Ανατολικού και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

  • Ζινιού, Μορίς — (Maurice Gignoux, Λιόν 1881 – Γκρενόμπλ 1955). Γάλλος γεωλόγος. Το 1917 ανέλαβε έδρα καθηγητή της γεωλογίας στο πανεπιστήμιο του Στρασβούργου και από το 1926 ανάλογη έδρα στο πανεπιστήμιο της Γκρενόμπλ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι… …   Dictionary of Greek

  • Λίλιενταλ, Ότο — (Otto Lilienthal, Άνκλαμ 1848 – Ρίνοβ, Βερολίνο 1896). Γερμανός μηχανικός και πρωτοπόρος αεροπόρος. Ολοκλήρωσε τον πρώτο κύκλο σπουδών στη γενέτειρά του και αργότερα φοίτησε στην Τεχνική Σχολή του Πότσνταμ. Χρησιμοποιώντας τις τεχνικές γνώσεις… …   Dictionary of Greek

  • Μέγερμπερ, Τζάκομο — (Giacomo Meyerbeer, Τάσντορφ, Βερολίνο 1791 – Παρίσι 1864). Γερμανός συνθέτης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάκομπ Λίμπμαν Μπερ. Άλλαξε το επίθετό του σε πολύ νεαρή ηλικία, ενώ το μικρό του όνομα (Jacob) μεταβλήθηκε οριστικά στο ιταλικό Τζάκομο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»