Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐπὶ+θρόνου

  • 1 ορνυμι

         ὄρνυμι
        эп. тж. ὀρνύω (ῠ) (impf. ὤρνυον - эп. ὄρνυον, fut. ὄρσω, aor. 1 ὦρσα - эп. 3 л. sing. iter. ὄρσασκε, эп. 1 л. pl. conjct. ὄρσομεν, aor. 2 ὤρορον, pf. 2 ὄρωρα, ppf. ὠρώρειν и ὀρώρειν; med.: impf. ὠρνύμην, fut. ὀροῦμαι, aor. 2 ὠρόμην и ὤρμην - эп. ὀρώμην; imper. praes. ὄρνῡ - эп. ὄρνῠθι, med. ὄρσο, ὄρσεο и ὄρσευ; inf. ὀρνύναι - эп. ὀρνύμεν(αι), aor. med. ὄρθαι; part. med. ὄρμενος)
        1) приводить в движение, побуждать, возбуждать
        

    (ὦρσε δὲ τοὺς μὲν Ἄρης, τοὺς δὲ Ἀθήνη, sc. μάχεσθαι Hom.)

        ὀ. τινὰ ἀντία τινός или τινά τινι Hom.напускать (натравливать) кого-л. на кого-л.;
        δαίμονος ὀρνύντος Pind. — по побуждению божества;
        ὄρσεις με τἀκίνητα φράσαι Soph.ты заставишь меня высказать сокровенное

        2) пригонять
        

    (αἶγας Hom.)

        3) сгонять, спугивать
        4) поднимать, неперех., тж. med. вставать
        

    (τινὰ ἀπ΄ ἐσχαρόφιν Hom.)

        ὀ. θύελλαν Hom. — поднимать бурю;
        ὀ. κονίην Hom. — вздымать пыль;
        ὀ. πόλεμον Hom. — разжигать войну;
        πόλεμος ὄρωρεν Hom. — возникла (вспыхнула) война;
        ὀ. γόον Hom. — поднимать вопль;
        ἄσβεστον γέλω ὀ. τινι Hom.вызвать у кого-л. неудержимый смех;
        ὀρυμαγδὸς ὄρωρεν Hom. — поднялся шум;
        νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὀ. Hom. — наслать мор на войско;
        κύματα θαλάσσης ὀ. Hom. — взволновать море;
        Ἠὼς ἐκ λεχέων ὤρνυτο Hom. — Эос поднялась со (своего) ложа;
        ὅ γεραιὸς ἀπὸ θρόνου ὦρτο Hom. — старец поднялся с кресла;
        ὦρτο πόλινδ΄ ἴμεν Hom. (Одиссей) встал, чтобы пойти в город;
        ὄρσο κέων Hom.встань и иди спать

        5) med. бросаться, устремляться
        

    (ἐπί τινα Hom.)

        ἀπὸ χθονὸς ὤρνυτο πεζός Hom. (Диомед) пеший бросился (навстречу врагам);
        ὀρώρει οὐρανόθεν νύξ Hom. — спустилась с неба ночь;
        δοῦρα ὄρμενα πρόσσω Hom. — устремившиеся вперед копья;
        πῦρ ὄρμενον Hom.вспыхнувшее пламя

        6) med. двигаться, шевелиться
        

    εἰς ὅ κέ μοι γούνατ΄ ὀρώρῃ Hom. — доколе смогут у меня двигаться колени, т.е. пока хватит силы

    Древнегреческо-русский словарь > ορνυμι

См. также в других словарях:

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • ВХОД ГОСПОДЕНЬ В ИЕРУСАЛИМ — Описанное 4 евангелистами (Мф 21. 1 11; Мк 11. 1 11; Лк 19. 28 40; Ин 12. 12 19) одно из главных событий последних дней земной жизни Господа Иисуса Христа Его торжественное прибытие в Иерусалим накануне праздника Пасхи, к рое хронологически и… …   Православная энциклопедия

  • πρόκυμμα — ύμματος τὸ, Μ [προκύπτω] (στο Βυζάντιο) η αίθουσα τού θρόνου («ἐν τῷ τοῡ προκύμματος μέσῳ, ἐν ᾧ τόπῳ εἴθισται τοῑς βασιλεῡσιν ἐπὶ θρόνου καθέζεσθαι τελουμένου δεξίμου», Κ. Πορφ.) …   Dictionary of Greek

  • Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… …   Dictionary of Greek

  • παλιγγενεσία — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών. 1. Πολιτική ημερήσια αθηναϊκή εφημερίδα. Ιδρύθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1862 από τον Ιωάννη Αγγελόπουλο και εκδιδόταν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1899. 2. Εφημερίδα της Κέρκυρας. Ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του… …   Dictionary of Greek

  • σωματοποίηση — η / σωματοποίησις, ήσεως, ΝΜΑ [σωματοποιῶ] 1. πρόσδοση σωματικής, υλικής υπόστασης 2. η προσωποποίηση, η παρουσίαση αφηρημένων εννοιών με σωματική υπόσταση («ὁ θεὸς κάθηται ἐπὶ θρόνου ἁγίου αὐτοῡ τῇ σωματοποιήσει τὸ γινόμενον διηγούμενος», Θεόδ.… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …   Dictionary of Greek

  • φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»