-
1 επιπικροω
делать еще более или совершенно горьким(δακρύοις ὄμμα Emped. ap. Diog.L. - v. l. δακρύων κρούνωμα)
-
2 στενω
эп. στείνω тж. med. (только praes. и impf.) стонать, рыдать, вопить Hom.σ. τινός и ἐπί τινι Eur., τινί и ὑπέρ τινος Aesch. или ἀμφί τινι Soph. — сетовать о чем-л.;
σ. τινὰ τῆς τύχης Aesch. — оплакивать чью-л. судьбу;στένει βυθός Aesch. — пучина стонет;παλαιὰ δακρύοις σ. Eur. — лить слезы о прошлом
См. также в других словарях:
επικήδειος — α, ο (AM ἐπικήδειος, ον) αυτός που γίνεται ή λέγεται κατά την κηδεία, ο νεκρώσιμος (α. «επικήδειος λόγος» β. «ἄεισον ἐν δακρύοις ᾠδὰν ἐπικήδειον», Ευρ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο επικήδειος (λόγος) νεκρώσιμη ομιλία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek