-
1 ἐπουράνιος
ἐπ-ουράνιος, am, im Himmel, himmlisch (nur von den Göttern); später auch allein οἱ ἐπουράνιοι, die Götter; ἤδη γὰρ ἐπο υράνιος εἶ, du bist schon ein Gott; τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ ὑπὸ γῆς ζητῶν, Erscheinungen am Hinmel -
2 ἐπ-ουράνιος
ἐπ-ουράνιος, auch 3 Endgn, Qu. Sm. 2, 429, am, im Himmel, himmlisch, bei Hom. nur von den Göttern, ϑεοί, Il. 6, 129. 131. 527 Od. 17, 484; später auch allein οἱ ἐπουράνιοι, die Götter, Theocr. 25, 5; Mosch. 2, 21; ἤδη γὰρ ἐπο υράνιος εἶ, du bit schon ein Gott, Luc. D. D. 4, 3; ψυχαί Pind. frg. 97; – τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ ὑπὸ γῆς ζητῶν, was vorher μετέωρα heißt, Erscheinungen am Hinmel, Plat. Apol. 19 b (vgl. Sext. Emp. adv. astrol. 44); ἡ ἐπουράνιος πορεία Phaedr. 256 d.
См. также в других словарях:
ἐπουράνιος — heavenly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επουράνιος — α, ο (AM ἐπουράνιος, ον Α και ος, η και α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στον ουρανό, ουράνιος («ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος», ΚΔ) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επουράνια ουρανός («σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια») 3. (το αρσ.… … Dictionary of Greek
επουράνιος — α, ο 1. που υπάρχει πάνω από τον ουρανό ή στον ουρανό: Η επουράνια βασιλεία. 2. ο πληθ. του ουδ., επουράνια οι ουρανοί, τα μεσούρανα, τα ύψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπουρανίως — ἐπουράνιος heavenly adverbial ἐπουράνιος heavenly masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουράνιον — ἐπουράνιος heavenly masc/fem acc sg ἐπουράνιος heavenly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουρανίοιο — ἐπουράνιος heavenly masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουρανίοις — ἐπουράνιος heavenly masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουρανίοισι — ἐπουράνιος heavenly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουρανίοισιν — ἐπουράνιος heavenly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουρανίου — ἐπουράνιος heavenly masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουρανίους — ἐπουράνιος heavenly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)