-
1 εποδιαζω
-
2 εφοδιαζω
ион. ἐποδιάζω1) снабжать припасами на дорогу, снаряжать в путь(τινά Her., Plut.)
; med. доставлять для себя продовольствие, получать продовольственное снабжение(ἐκ τῆς πόλεως Polyb.)
2) снабжать, снаряжать, обеспечивать(τινὰ ἀλκῇ καὴ ὅπλοις Diod.; τινά τινι πρὸς τέν στρατείαν Plut.)
3) med. заставлять выдать, распорядиться дать4) поддерживать, поощрять(ἀργίαν, τέν ἀπείθειαν Plut.)
См. также в других словарях:
εφοδιάζω — (ΑΜ ἐφοδιάζω, Α και ιων. τ. ἐποδιάζω) [εφόδιον] 1. παρέχω εφόδια, προμηθεύω σε κάποιον τα αναγκαία για την πορεία ή την εκστρατεία 2. παρέχω τα μέσα, τα εφόδια για κάτι, προμηθεύω 4. μέσ. εφοδιάζομαι προμηθεύομαι, παίρνω κάτι για τον εαυτό μου… … Dictionary of Greek