-
1 επιπαιανιζω
См. также в других словарях:
παιανισμός — παιανισμός, ὁ (Α) [παιανίζω] 1. το να ψάλλει κανείς τον παιάνα 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ᾠδή ἐπὶ ἀπαλλαγῇ κακῶν» … Dictionary of Greek
1 επιπαιανιζω
παιανισμός — παιανισμός, ὁ (Α) [παιανίζω] 1. το να ψάλλει κανείς τον παιάνα 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ᾠδή ἐπὶ ἀπαλλαγῇ κακῶν» … Dictionary of Greek