-
1 παίζω
παίζω, [dialect] Dor. [full] παίσδω Theoc.15.42: [dialect] Lacon. [tense] pres. part. gen. pl. fem. [full] παιδδωἇν Ar. Lys. 1313 (lyr.): [tense] fut. παιξοῦμαι Syrac. in X.Smp. 9.2,A , AP12.46 (Asclep.), παίξω ib. 211 (Strat.), Anacreont.41.8: [tense] aor. 1ἔπαισα Hom.
(v. infr.), Ar.Pl. 1055, etc.: [tense] pf.πέπαικα Men.923.3
: [tense] pf. [voice] Pass.πέπαισμαι Hdt.4.77
(v.l. πέπλασται), Ar.Th. 1227; imper. : also [tense] aor.ἔπαιξα Crates Com.23
, Ctes.Fr.29.59, LXX Jd.16.25, Luc.DDeor.6.4, etc.: [tense] pf.πέπαιχα Plu.Dem.9
:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐπαίχθην Id.2.123f
, Hld.8.6: [tense] pf.πέπαιγμαι Epigr.Gr.979.3
([place name] Philae); inf. πεπαῖχθαι Timarch. ap. Ath.11.501f; imper.πεπαίχθω Phld.Mus.p.106
K., Fronto Epig.Gr.5.86: Hom. uses only [tense] pres. and [tense] impf., and (in Od.8.251) [tense] aor. imper. παίσατε; Trag. only [tense] pres.: ([etym.] παῖς):—prop., play like a child, sport,τῇ δέ θ' ἅμα Νύμφαι.. ἀγρονόμοι παίζουσι Od.6.106
, cf. 7.291 (never in Il.), Hdt.1.114, etc.: metaph.,αἰὼν παῖς ἐστὶ παίζων Heraclit.52
.2 esp. dance,παίσατε Od.8.251
; , cf. Hes.Sc. 277;π. τε καὶ χορεύειν Ar.Ra. 409
, cf. 390;ἐνόπλια χαλκωθεὶς ἔπαιζεν Pi.O.13.86
:—[voice] Pass., ἀλλὰ πέπαισται μετρίως ἡμῖν, of the chorus, Ar. Th. 1227.3 play [a game],σφαίρῃ π. Od.6.100
;κλεψύδρῃ Emp.100.9
; κύβοις ἐπὶ συνθήκαις π. Ctes.l.c.; ἀντ' ἀστραγάλων κονδύλοισι π. Pherecr.43, cf. Antiph.92; π. διὰ γραμμῆς (v. γραμμή III. 2);π. πρὸς κότταβον Pl.Com.46.1
; μετά τινων with others, Hdt.1.114: c. acc. cogn., κότταβον ἀγκύλῃ π. Anacr.53 (dub.);σφαῖραν Plu.Alex.73
;π. παιδιὰν πρός τινα Ar.Pl. 1055
, cf. Pl.Alc.1.110b; κύνα καὶ πόλιν π., of a game similar to our draughts, Cratin. 56: with Advbs., φαινίνδα π. Antiph.283, cf. Crates Com. l.c., etc.4 play on a musical instrument, h.Ap. 206: c. acc.,Πὰν ὁ καλαμόφθογγα παίζων Ar.Ra. 230
; dance and sing, Pi. O.1.16.II jest, sport, Hdt.2.28, 5.4, 9.11; opp. σπουδάζω, X. Mem.4.1.1; opp. σπουδῇ λέγω, Id.Cyr.8.3.47; παίζετε ταῦτα λέγοντες (opp. σπουδάζετε) Pl.Euthd. 283b;π. καὶ χλευάζειν Ar.Ra. 376
;π. καὶ γελᾶν Antiph.218.4
;πῖνε, παῖζε Amphis 8
; π. πρός τινα make fun with a person, E.HF 952, cf. Pl.Men. 79a, Men.Pk. 198; π. εἴς τι play with a thing, Pl.Phd. 89b: c. Adj. neut.,τοιαῦτα ἔπαιζον σπουδῇ πρὸς ἀλλήλους X.Cyr.6.1.6
: part. παίζων is freq. abs., jestingly, Pl.Tht. 145b, al.; opp. σπουδάζων, Id.Lg. 636c, al.:—[voice] Pass., ὁ λόγος πέπαισται has been made up as a jest (v.l. for πέπλασται), Hdt.4.77; ταῦτα πεπαίσθω ὑμῖν enough of jest, Pl.Euthd. 278d, cf. Phdr. 278b, Phld. l.c.; πεπαῖχθαι τὴν λέξιν Timarch. l.c.; τοῦτο τὸ παιζόμενον 'as the joke is', Plu. 2.1090f; τὸ Μενεδήμῳ πεπαιγμένον ib.81e; but οἷα πέπαιγμαι, in act. sense, Epigr.Gr.979.3 ([place name] Philae).2 c. acc., play with, make sport of, Luc.Nigr.20, AP10.64 (Agath.).3 Gramm., of words played upon or coined for the joke's sake, οἱ κωμῳδοὶ παίζειν εἰώθασι τὰ τοιαῦτα Sch.Ar.Av.42, cf. 68, etc.
См. также в других словарях:
σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… … Dictionary of Greek
επαυλώ — ἐπαυλῶ, έω (Α) 1. παίζω αυλό σύμφωνα με μια μελωδία, συνοδεύω κάτι με αυλό («ἡμίφωνον ἤδη τῇ θυσίᾳ ἐπαυλοῡν», Λουκιαν.) 2. αντηχώ, αντιλαλώ («πρὸς τὰ αὐλήματα τῶν ποιμένων αἱ σκοπιαὶ ἐπαυλοῡσαι», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αυλώ (< αυλός)… … Dictionary of Greek
κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ … Dictionary of Greek
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… … Dictionary of Greek
επισκώπτω — ἐπισκώπτω (Α) 1. κοροϊδεύω, περιγελώ 2. παίζω, κάνω αστεία («χώρει... εἰς τοὺς εὐανθεῑς κόλπους... κἀπισκώπτων καὶ παίζων», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκώπτω «εμπαίζω, κοροϊδεύω»] … Dictionary of Greek
κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των … Dictionary of Greek
προσαναφυσώ — άω, Α παίζω επί πλέον τον αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναφυσῶ «φυσώ τον αυλό»] … Dictionary of Greek
υποκρέκω — ΜΑ μτφ. εναρμονίζομαι, προσαρμόζομαι αρχ. 1. (μτβ.) (σχετικά με μουσικό όργανο) κρούω ήρεμα τη χορδή 2. (αμτβ.) (για έγχορδο όργανο) βγάζω χαμηλό ήχο 3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποκρέκειν ἐπὶ τῶν ἵππων πορεία τις, τρόπος, βῆμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek