-
1 επινίκιος
-
2 ἐπινίκιος
См. также в других словарях:
ἐπινίκιος — ἐπῑνίκιος , ἐπινίκιος of victory masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επινίκιος
2 ἐπινίκιος
ἐπινίκιος — ἐπῑνίκιος , ἐπινίκιος of victory masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)