-
1 απομεριζω
1) отделять, выделять(τινί τι, πρός и ἐπί τι Polyb.)
πολλῶν ἑτέρων ἀπομερισθῆναι Plat. — быть отделенным от многих других или быть разлученным со многими другими2) уделять(τῆς αὐτοῦ τροφῆς Plut.)
3) выбиратьἀριστίνδην ἀπομερισθὲν δικαστήριον Plat. — суд, избранный на основании наибольших заслуг или из наиболее отличившихся (в прошлом архонтов)
См. также в других словарях:
ἐπεμέριζον — ἐπί μερίζω divide imperf ind act 3rd pl ἐπί μερίζω divide imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμερίζετο — ἐπί μερίζω divide imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμερίζοντο — ἐπί μερίζω divide imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμερίσαμεν — ἐπί μερίζω divide aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμερίσατο — ἐπί μερίζω divide aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμερίσθη — ἐπί μερίζω divide aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμέριζε — ἐπί μερίζω divide imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμέριζεν — ἐπί μερίζω divide imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμέρισα — ἐπί μερίζω divide aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμέρισαν — ἐπί μερίζω divide aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμέρισε — ἐπί μερίζω divide aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)